Οι Έλληνες στις κάλπες, για ακόμη μια φορά. Τέταρτη, μέσα σε πέντε μήνες. Δυο κάλπες βουλευτικών εκλογών και άλλες τόσες για τις αυτοδιοικητικές. Από τον Μάιο και τον Ιούνιο, τότε που επιλέξαμε κυβέρνηση και τους υπόλοιπους παίκτες του πολιτικού συστήματος, στον Οκτώβριο της κάλπης για Δημάρχους και Περιφερειάρχες.
Κάθε φορά και χειρότερα. Η αποχή φουντώνει. Γιγαντώνεται. Παγιώνεται. Σε ιστορικά υψηλά για την Ιστορία της Μεταπολίτευσης, δηλαδή την περίοδο αδιασάλευτης και ακλόνητης Δημοκρατίας στον τόπο μας.
Η χώρα μας είχε παραδοσιακά το προνόμιο να διαθέτει βαθιά πολιτικοποιημένους πολίτες. Στην εποχή της εθνικής καταστροφής των Μνημονίων, με την κρίση εμπιστοσύνης προς το πολιτικό σύστημα, με την επικράτηση των άκρων και των ακροτήτων που τα συνοδεύουν, και με πολιτικούς… μεταφερόμενους από το ένα κόμμα στο αντίπαλο, με πυξίδα την τυχοδιωκτική εξυπηρέτηση του ατομικού συμφέροντός τους, η τάση συμμετοχής στις εκλογικές διαδικασίες αναστράφηκε.
Σήμερα, βιώνουμε την αφόρητη συνθήκης μιας αποχής πέριξ του 50%. Μια παράμετρος που αναπόφευκτα απονομιμοποιεί τις πλειοψηφίες που προκύπτουν από τις κάλπες. Δεν διαθέτουν κοινωνική πλειοψηφία. Και καθώς η απογοήτευση των πολιτών λειτουργεί σωρευτικά, η φθορά βαθαίνει. Και η παρακμή παγιώνεται.
Βιώνουμε καιρούς αποσυναρμολόγησης της κοινωνίας. Επόμενο και αναπόφευκτο σύμπτωση της οποίας είναι η αποσυναρμολόγηση της Δημοκρατίας…
Της Μαρίκας Λυσιάνθη