Του Μάνου Οικονομίδη
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα One Voice, την Κυριακή 29 Σεπτεμβρίου 2024
Το σχετικό άθλημα απαντάται με επιμονή και συχνότητα στα βάθη της Ιστορίας. Και φυσικά, στις νεώτερες, σύνθετες και βαθιά προβληματικές εκδοχές της ανθρωπότητας.
Η έννοια της πατρίδας, και η… αλλεργία που προκαλεί σε εκείνους που έχουν γονιδιακή σχέση με τον τυχοδιωκτισμό, και την εξυπηρέτηση των προσωπικών συμφερόντων τους, σε αυτονόητο πείσμα του συλλογικού και εθνικού καλού. Μια έννοια κακοποιημένη από συμπεριφορές, νοοτροπίες και αποτελέσματα… πατριδοκάπηλων στο παρελθόν, που διατηρεί ωστόσο αυθόρμητη υπεροχή ως συνεκτικό αποτύπωμα κάθε κοινωνίας. Ειδικά μιας κοινωνίας σαν τη δική μας, με συνεπή και ανθεκτική στη φθορά του χρόνου και της συγκυρίας διαδρομή.
Στα μέρη μας, από το μακρινό 1996 και τη… σημαία που πήρε ο αέρας στα Ίμια, με το γκριζάρισμα του Αιγαίου από τη διακυβέρνηση Σημίτη, η περιοδική επίθεση στην έννοια της πατρίδας, εξηγείται μερικώς στη βάση της… λαχτάρας και της βουλιμίας εκείνων που ευνοήθηκαν από το «καθεστώς Σημίτη» να λειτουργούν ως ανατροφοδοτούμενοι απολογητές των πεπραγμένων εκείνης της αποκρουστικής περιόδου.
Η ανομολόγητη αλήθεια ωστόσο αφορά στην υποσυνείδητη και σιωπηλή επιδίωξη της εξασθένησης του εθνικού και κοινωνικού ιστού, σε μια εποχή ποιοτικά ατροφικών ηγεσιών και ακυρωμένων προσδοκιών. Έτσι, εξασθενούν οι φωνές αμφισβήτησης της παρακμής. Και τα μυαλά εκπαιδεύονται να αποδέχονται και να συμφιλιώνονται με τη φθορά, απέναντι στην οποία θα τα προέτρεπε να εξεγερθούν η καρδιά.
Η συμβιωτική αυτονομία με ευρύτερες συλλογικότητες
Από τη στιγμή που η Ελλάδα συναποφάσισε να εναρμονίσει τον εθνικό βηματισμό της με άλλα έθνη, στο πλαίσιο της νέας κοινής πατρίδας μας, της ευρωπαϊκής οικογένειας, η έννοια της πατρίδας απέκτησε συμβιωτική αυτονομία με άλλες, ευρύτερες συλλογικότητες.
Από τη συγκεκριμένη αυτονομία και την ευχέρεια χειρισμού του, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό η κοινωνική ευδαιμονία, με όρους εθνικής επιβίωσης. Ακόμη περισσότερο ίσως, η εθνική αυτοπεποίθηση, που μας επιτρέπει να μην χάνουμε ή να αλλοιώνουμε την ταυτότητά μας στο πλαίσιο μιας μεγαλύτερης, ευρύτερης «ομάδας», και να διεκδικούμε πρωταγωνιστικό ρόλο στη συνδιαμόρφωση ενός κοινού μέλλοντος.
Ειδικά σε περιόδους μεγάλης ανασφάλειας και αποσύνθεσης. Τότε που τίθενται υπό αίρεση και αμφιβολία οι μεγάλες και αδιαπραγμάτευτες βεβαιότητες.
Στη διαρκή κρίση του μέλλοντος
Επικρατεί, και όχι άδικα, η άποψη ότι την Ιστορία τη γράφουν οι νικητές. Εύλογα, προς το δικό τους συμφέρον. Δεν μπορείς ωστόσο ποτέ να είσαι βέβαιος για το ποια οπτική κάθε Ιστορίας θα προτρέψει τις γενιές που έρχονται και θα πάρουν τη σκυτάλη, να διερωτηθούν και να ζητήσουν εξηγήσεις, ίσως και ευθύνες, για την κληρονομιά που τους παραδίδουν οι δικές μας γενιές.
Βρισκόμαστε στη διαρκή κρίση του μέλλοντος. Και η κρίση αυτή εκδηλώνεται σε ενεστώτα χρόνο, από τη στιγμή που το μέλλον έχει τη συνήθεια να τρέχει πιο γρήγορα από τη φθορά που συνοδεύει κάθε παρόν. Και να διαμορφώνεται σήμερα.
Μια Ελλάδα με λιγότερες υψωμένες σημαίες είναι μια Ελλάδα ορφανή. Μια Ελλάδα γυμνή από ταυτοτική υπεροχή. Μια Ελλάδα «λιγότερη» και «μικρότερη».