Γράφει ο Γιώργος Παπαχρήστος
Οσοι βιάστηκαν να ενθουσιαστούν από τις διαρροές, στο τρίγωνο Αθήνα – Λευκωσία – Αγκυρα, ότι στο παρασκήνιο βρίσκεται εν εξελίξει συντονισμένη, σοβαρή και καλά προετοιμαζόμενη προσπάθεια για την επίλυση του Κυπριακού, υποθέτω ότι απογοητεύτηκαν από τη «ναυμαχία» της Κάσου, το 48ωρο 22 και 23 Ιουλίου. Το ερώτημα που εξ αρχής τέθηκε, είναι αν πρόκειται για μια βίαιη επαναφορά στη ζοφερή διαχρονική πραγματικότητα των ελληνοτουρκικών σχέσεων ή για τυχαίο γεγονός. Νομίζω ότι η εύκολη απάντηση είναι ότι τα γεγονότα στα ανοιχτά της Κάσου κατέδειξαν επακριβώς πόσο δύσβατη είναι η προσέγγιση των δύο χωρών, όταν «αγγίζουν» ζητήματα τα οποία αποτελούν αιτία διαρκών προστριβών μεταξύ τους.
Για να μην υπεισέλθουμε σε λεπτομέρειες, που ενδεχομένως θα κουράσουν, θα αναφέρω απλώς ότι η «αντιπαράθεση» ελληνικών και τουρκικών πολεμικών πλοίων μισό μίλι έξω από τα ελληνικά χωρικά ύδατα αποτελεί ίσως την πρώτη σημαντική αμφισβήτηση επί του πεδίου, δύο συγκρουσιακών συμφωνιών που έχουν υπογράψει οι δύο χώρες ξεχωριστά. Η Ελλάδα με την Αίγυπτο για τον καθορισμό της μεταξύ τους ΑΟΖ και η Τουρκία με ένα από τα καθεστώτα της Λιβύης για την ΑΟΖ που «ενώνει» τις δύο χώρες.
Αν και τα πράγματα δεν οδηγήθηκαν στο παρά πέντε μιας «αντιπαράθεσης» (η υπόθεση προσομοιάζει αρκετά με τα όσα συνέβησαν στα Ιμια τον Ιανουάριο του 1996), είναι σαφές ότι παρουσιάστηκε ολοφάνερα το πρόβλημα των ελληνοτουρκικών σχέσεων, και μάλιστα σε διαστάσεις πολύ ευρύτερες αυτού καθεαυτού του γεγονότος που προκάλεσε την ένταση. Ενα ιταλικό πλοίο διενεργεί έρευνες στον βυθό για την πόντιση μιας γραμμής μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας για τη διασύνδεση της Κύπρου με το εθνικό δίκτυο μεταφοράς ηλεκτρικού ρεύματος της Ελλάδας. Οχι σεισμικές έρευνες για την ανακάλυψη υδρογονανθράκων, ούτε πολύ περισσότερο για τη διενέργεια γεωτρήσεων. Για τη μεταφορά ηλεκτρικού ρεύματος, που ως έναν βαθμό θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι θα βγει από αυτό ωφελημένη και η τουρκοκυπριακή κοινότητα του νησιού.
Γιατί όμως όλο αυτό; Γιατί η Τουρκία προσέφυγε σε αυτή τη δράση και αντιστοίχως η Ελλάδα επέδειξε την αντίστοιχη αντίδραση; Διότι ο καθορισμός των θαλασσίων συνόρων μεταξύ των δύο χωρών και εν συνέχεια η χάραξη των θαλασσίων ζωνών αποκλειστικής οικονομικής εκμετάλλευσης (ΑΟΖ) αποδεικνύεται ο σκληρός πυρήνας των ελληνοτουρκικών διαφορών. Και θα συνεχίσει να παραμένει, όσο παρατείνονται οι συναφείς εκκρεμότητες.
Κι αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο, όπως όλα δείχνουν, και ανεξάρτητα από τη «ναυμαχία» της Κάσου στις αρχές της εβδομάδας, η προσέγγιση Ελλάδας – Τουρκίας μοιάζει να είναι σε αυτή τη φάση σταθερά προσανατολισμένη στην εξεύρεση μιας λύσης στο Κυπριακό. Οι κ.κ. Μητσοτάκης και Ερντογάν έχουν επιλέξει, και αυτό αποδεικνύεται από διάφορες κινήσεις και πρωτοβουλίες στο παρασκήνιο, το Κυπριακό ως το πρόβλημα το οποίο μπορεί να αποτελέσει το κλειδί για τη λύση και των υπόλοιπων διαφορών στις σχέσεις των δύο χωρών.
Το ερώτημα είναι αν αυτό είναι εφικτό και αν ζητήματα όπως το συγκεκριμένο στην Κάσο μπορούν να ανατρέψουν τους σχεδιασμούς. Δεν είναι απίθανο να συμβεί, αλλά όχι και τόσο εύκολο να οδηγηθούν τα πράγματα στο μη περαιτέρω, όταν έχει προηγηθεί η σκληρή περίοδος του 2020. Τι διαφοροποιεί την κατάσταση από εκείνο το καλοκαίρι; Οι μηχανισμοί απεμπλοκής. Στην περίπτωση της αντιπαράθεσης στην Κάσο λειτούργησαν άμεσα και η κρίση εκτονώθηκε σύντομα. Βεβαίως σε μια άλλη περίπτωση, που κανείς δεν μπορεί να προβλέψει τι περιεχόμενο θα έχει και πού θα εκδηλωθεί, ενδέχεται η απεμπλοκή να μην είναι και τόσο εύκολη, αλλά αυτό είναι κάτι που κανείς δεν το βάζει στο τραπέζι. Επειδή σήμερα το σημαντικό είναι ότι επί του βασικού ζητήματος, που είναι η προσπάθεια επίλυσης του Κυπριακού, δεν έχει υπάρξει κανενός είδους αναστολή. Ούτε ενδείξεις αποχώρησης του ενός εκ των δύο από την προσπάθεια.
Και δεν πρέπει να παραγνωρίζεται το γεγονός ότι επ’ αυτού υπήρξε το πρώτο crash test και ήταν ευοίωνο. Η κοινή παρουσία των κ.κ. Μητσοτάκη και Ερντογάν στην Κύπρο, το περασμένο Σάββατο, κατά τις εκδηλώσεις για τη συμπλήρωση 50 ετών από την τουρκική εισβολή και κατοχή της Κύπρου, δεν συνοδεύτηκε, και πολύ περισσότερο δεν σημαδεύτηκε, από εντάσεις οι οποίες θα δυσχέραιναν την προσπάθεια, παρά τις παράλογες αποτιμήσεις και εδώ και στην Τουρκία ορισμένων ΜΜΕ, που «είδαν» προκλήσεις και εθνικιστικά παραληρήματα εκατέρωθεν. Οι τόνοι των δημοσίων παρεμβάσεων των κ.κ. Μητσοτάκη και Ερντογάν κρατήθηκαν εντός ενός ανεκτού πλαισίου, και αν έλειπαν και οι προτροπές του τούρκου προέδρου προς τον έλληνα πρωθυπουργό να «συμμορφώσει» τον υπουργό Αμυνας κ. Δένδια, ουδείς θα θυμόταν σήμερα, μία εβδομάδα μετά, ότι και οι δύο συνέπεσαν στη Λευκωσία, και μάλιστα σε μια απόσταση λίγων εκατοντάδων μέτρων – όσο το πλάτος της «πράσινης γραμμής». Κι αυτό, από μόνο του, είναι μια θετική εξέλιξη…