Γράφει ο Γιώργος Παπαχρήστος
Καταψηφίστηκε, όπως αναμενόταν άλλωστε, η πρόταση δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης Μητσοτάκη, επιβεβαιώθηκε η συνοχή της κυβερνώσας παράταξης, όπως επίσης αναμενόταν, και τώρα τι; Εκτονώθηκε μήπως το κλίμα της οργής και του θυμού της κοινωνίας μετά τα όσα διαμείφθηκαν στη Βουλή; Ή μήπως κέρδισε η πολιτική από όσα ειπώθηκαν μέσα στο κλίμα της πόλωσης και της κορύφωσης της έντασης; Οποιος πιστεύει κάτι σχετικό προφανώς δεν έχει επαφή με την πραγματικότητα. Και ειδικά με το τι συμβαίνει στην κοινωνία.
Ούτε η πολιτική κέρδισε στο σύνολό της ούτε οι πολιτικοί ως άτομα από όσα συνέβησαν στο τριήμερο που διήρκεσε η συζήτηση για την πρόταση μομφής την οποία κατέθεσαν τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Τότε γιατί έγινε; Γιατί δηλαδή επιχειρήθηκε μια κορυφαία πολιτική πράξη, η οποία θα είχε, εκ προοιμίου, προφανές αποτέλεσμα; Ηταν αφελής η κίνηση του προέδρου του ΠαΣοΚ Νίκου Ανδρουλάκη, με την οποία συντάχθηκαν και άλλα τρία κόμματα της προοδευτικής αντιπολίτευσης, να την καταθέσει τώρα και ενώ το πανελλήνιο απαιτεί ουσιαστικές απαντήσεις για το δυστύχημα στα Τέμπη; Αστοχη όχι, αλλά σίγουρα αν μπορούσε να την αποφύγει ασφαλώς θα το έκανε. Διότι δεν είναι αφελής ούτε ο ίδιος, ώστε να μην καταλαβαίνει ότι η πρόταση δυσπιστίας θα επιβεβαίωνε το αρραγές της κυβερνώσας παράταξης.
Παρότι είναι σίγουρο πως θα βρεθεί μια μερίδα των κεντρώων ψηφοφόρων να διαφωνήσει μαζί του, νομίζω ότι η απόφαση να καταθέσει την πρόταση μομφής πρέπει να αναζητηθεί στα όσα συνέβησαν προ 10ημέρου στις πλατείες της χώρας και, περισσότερο, στο κέντρο της Αθήνας.
Τι θέλω να πω. Οτι ουσιαστικά ήταν η ένταση και ο όγκος των διαδηλώσεων που επέβαλαν την υποβολή μιας πρότασης δυσπιστίας. Ο κ. Ανδρουλάκης ασφαλώς δεν περίμενε ότι η πρότασή του θα προκαλούσε ρήγματα στην ενότητα της ΝΔ. Ούτε ότι θα παρήγε πολιτικές εξελίξεις, κρίσιμης μορφής. Αλλά δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά. Η πίεση των πλατειών σε συνδυασμό με την πίεση από τα κόμματα της προοδευτικής αντιπολίτευσης, που θα τον κατηγορούσαν για ενδοτισμό έναντι της ΝΔ, τον οδήγησαν σε μια πρωτοβουλία που, έχω την αίσθηση, ούτε ο ίδιος την πίστευε. Ωστόσο, όταν στην αντιπολίτευση αυτή την ώρα βρίσκεται σε εξέλιξη ένας σκληρός διαγκωνισμός για το ποιος θα μπορέσει να εκφράσει το «κλίμα» στις πλατείες, οτιδήποτε λιγότερο θα λειτουργούσε σε βάρος και του ιδίου προσωπικά (δεχόμενος πυρά και εκ των έσω) και του ΠαΣοΚ γενικότερα.
Το ερώτημα που γεννάται εκ των πραγμάτων είναι ένα: αν αυτή η στάση του ΠαΣοΚ μπορεί να έχει διευρυμένο ακροατήριο. Οι έως τώρα δημοσκοπικές έρευνες υπογραμμίζουν ότι δεν έχει. Αν υπήρχε ακροατήριο, προφανέστατα το ΠαΣοΚ δεν θα φυλλορροούσε, σε σχέση με την εκρηκτική άνοδο που εμφάνιζε στα τέλη του περασμένου χρόνου.
Το δεύτερο ερώτημα, απόρροια του πρώτου, είναι αν αυτή η στάση που τώρα δεν έχει την αποδοχή που θα ανέμενε ίσως ο κ. Ανδρουλάκης θα δικαιωθεί μεσοπρόθεσμα. Αυτό δύσκολα μπορεί να απαντηθεί. Γιατί είναι συνάρτηση πολλών ανόμοιων μεταξύ τους πραγμάτων. Το ΠαΣοΚ λ.χ. είναι μάλλον αδύνατο να ισορροπήσει πάνω στο κύμα της οργής για τα Τέμπη. Η προσπάθεια απαιτεί υπερβολές στη διαχείριση του θέματος, πολωτικό λόγο και ίσως και τοξικό ακτιβισμό. Ο πυρήνας των πολιτών που το εμπιστεύονται είναι αδύνατο να αποδεχθεί κάτι τέτοιο. Θα έχει περαιτέρω απώλειες, έναντι ενός αβέβαιου πολιτικού οφέλους. Παράλληλα θα ενταθεί και η εσωκομματική αμφισβήτηση, η οποία ούτως ή άλλως υφίσταται.
Αυτή την ώρα στο ΠαΣοΚ προσπαθούν να συνυπάρξουν δύο μεγάλες «ομάδες»: αυτή της Κεντροαριστεράς και εκείνη που πιέζει για τη μετωπικού χαρακτήρα «συνεργασία» των προοδευτικών δυνάμεων.
Τη βλέπουμε να εμφανίζεται σε κάθε ευκαιρία, και με κάθε αφορμή, ιδιαίτερα όταν ο πρόεδρος Νίκος Ανδρουλάκης αποπειράται να αρθρώσει έναν πιο αντισυμβατικό λόγο. Και αν επιταχυνθούν –για κάποιον, απροσδιόριστο επί του παρόντος, λόγο – οι πολιτικές εξελίξεις, είναι βέβαιο ότι θα βρεθεί στο μέσον της διαμάχης των δύο «ομάδων» που προαναφέρθηκαν. Θα καλείται επί καθημερινής βάσεως να απαντάει στο επίπλαστο ερώτημα με ποιον θα συνεργαστεί μετά τις εκλογές και θα αμύνεται έναντι εκείνων που θα του ζητούν να επαναλάβει το «πείραμα» της συγκυβέρνησης Σαμαρά – Βενιζέλου και των άλλων που θα απαιτούν τη συγκρότηση «προοδευτικής διακυβέρνησης».
Και κάπως έτσι οδηγούμαστε στο βασικό ζητούμενο για την αξιωματική αντιπολίτευση, που απαίτησε την καταψήφιση της κυβέρνησης Μητσοτάκη και την απομάκρυνσή της από την εξουσία: είναι ο ενιαίος πολιτικός λόγος. Που δεν υπάρχει. Και η εμφανής έλλειψή του δημιουργεί στο εκλογικό σώμα σύγχυση και τάση επαναπροσέγγισης στην κυβερνώσα παράταξη. Επειδή εκεί έξω, ακόμα και μέσα στις πλατείες, η πλειονότητα του κόσμου απεχθάνεται τις περιπέτειες…