Γράφει ο Γιώργος Χαρβαλιάς
Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, όταν ξέσπασε η γιουγκοσλαβική κρίση, η τότε κυβέρνηση Μητσοτάκη γνώριζε καλά πώς έπρεπε να κινηθεί.
Συνειδητοποιούσε την ιδιαίτερη θέση της χώρας, τους ιστορικούς δεσμούς και τα αισθήματα του λαού της, που ήταν ιδιαίτερα φιλικά προς τους Σέρβους. Συνειδητοποιούσε επίσης τις εξαρτήσεις, αλλά και τα πραγματικά συμφέροντα της Ελλάδας, που ασφαλώς δεν ήταν ταυτισμένα με τις γερμανικές επιδιώξεις για την «αποσυναρμολόγηση» της άλλοτε ενιαίας Γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδίας.
Τα μέσα ενημέρωσης εκείνης της περιόδου, με ελάχιστες εξαιρέσεις στρατευμένων γραφίδων της «ροζ Αριστεράς» και μιας μικρής κάστας νεοφιλελεύθερων και «ευρωπαϊστών», που αργότερα έφτιαξαν τα μικρά φιλομνημονιακά κόμματα, όπως η Δράση και το Ποτάμι, για να αποθεώνουν το «δόγμα Σόιμπλε», στήριζαν τον αγώνα του σερβικού λαού. Γιατί έβλεπαν ένα ομόδοξο έθνος που προσπαθούσε να περισώσει νησίδες ομοεθνών του σε ένα μωσαϊκό που διαλυόταν. Για αυτό και κανείς δεν υιοθετούσε αβασάνιστα τους χαρακτηρισμούς των δυτικών μέσων ενημέρωσης, που ανεβοκατέβαζαν τον Μιλόσεβιτς «χασάπη των Βαλκανίων», λες και οι υπόλοιποι πρωταγωνιστές της γιουγκοσλαβικής τραγωδίας, ο Τούτζμαν ή ο Ιζετμπέγκοβιτς, ήταν αγγελούδια… Τα πράγματα άλλαξαν απότομα όταν στην εξουσία ήρθε ο Σημίτης. Ηταν εκείνος που αποφάσισε να ταυτιστεί πλήρως με τους Γερμανούς και τη νέα αμερικανική γραμμή του Κλίντον, που οδήγησε στον απάνθρωπο, αισχρό και πέρα για πέρα παράνομο βομβαρδισμό της Σερβίας από το ΝΑΤΟ.
Σήμερα, στο κατώφλι της ουκρανικής κρίσης, η Ελλάδα βρίσκεται να πρωτοστατεί στην αντιρωσική υστερία. Εχουμε έναν πρωθυπουργό εμφανώς φιλήκοο των ξένων, που σπεύδει να συνταχθεί με τις θέσεις τους, σαν χούλιγκαν του Ατλαντισμού, και καθεστωτικά μέσα ενημέρωσης που επίσης πρωτοστατούν στους ψυχροπολεμικούς αλαλαγμούς. Η επίσημη Ελλάδα, δηλαδή, αντιμετωπίζει την κρίση υποδυόμενη μια κεντροευρωπαϊκή χώρα, όπως η Ολλανδία ή το Λουξεμβούργο, όπου ενδεχομένως θα ήθελε να ζει ο κ. Μητσοτάκης. Το ζήτημα είναι, όμως, αν αυτή η ξενόδουλη πολιτική εκφράζει τη βούληση της κοινής γνώμης.
Τα αισθήματα του ελληνικού λαού δεν μπορώ να τα γνωρίζω σε βάθος. Μυρίζομαι, όμως, ότι δεν ταυτίζονται με την ακραία αντιρωσική ρητορική της κυβέρνησης ή των καθεστωτικών μέσων ενημέρωσης. Γιατί οι Ελληνες αντιλαμβάνονται ότι οι ευθύνες για την ανάφλεξη δεν ανήκουν αποκλειστικά στη Ρωσία. Αν το ΝΑΤΟ είχε κάνει πίσω στην εμμονή του να προσεταιριστεί την Ουκρανία, ο Πούτιν δεν θα είχε κινηθεί. Όσο για τη δημοφιλία του Ρώσου ηγέτη στην Ελλάδα, ας το αφήσουμε καλύτερα – έχει μετρηθεί και σπάει όλα τα κοντέρ.
Όμως, πέραν του συναισθηματικού παράγοντα, των ιστορικών και των θρησκευτικών δεσμών, υπάρχει και το απλό εθνικό συμφέρον. Ωφελεί την Ελλάδα να βγαίνει ο Μητσοτάκης στην πρώτη γραμμή και να «πυροβολεί» τον Πούτιν; Και γιατί στ’ αλήθεια το κάνει; Ποιον ακριβώς εξυπηρετεί;
Αν απλώς κόπτεται για την προάσπιση της διεθνούς νομιμότητας, διερωτάται κανείς ποιος ακριβώς φαντάζεται ότι θα την προασπίσει… Μήπως το ΝΑΤΟ, που σκότωνε αμάχους στο Βελιγράδι, κατά παράβαση κάθε έννοιας Διεθνούς Δικαίου, και σήμερα σφυρίζει αδιάφορα για τις παράνομες δραστηριότητες της Τουρκίας στη ΝΑ Μεσόγειο; Αν εκεί προσβλέπει ο κ. Μητσοτάκης, διαπράττει και ένα πρόσθετο λάθος: Γιατί νομιμοποιεί τη διεθνή δικαιοδοσία ενός οργανισμού ο οποίος στο πρόσφατο παρελθόν κινητοποιήθηκε επιθετικά έξω από το πλαίσιο εντολής των Ηνωμένων Εθνών. Ενός οργανισμού εντελώς παρωχημένου, που αναζητεί λόγο ύπαρξης στην κόντρα με τη Ρωσία για να εξυπηρετεί συγκεκριμένα συμφέροντα της παγκοσμιοποίησης. Και ενός οργανισμού που μας έχει βλάψει, γιατί είναι ο ίδιος που, με τη στάση του απέναντι στον τουρκικό «Αττίλα», ανάγκασε τον Κωνσταντίνο Καραμανλή να αποχωρήσει από το στρατιωτικό του σκέλος.
Περιμένουμε στ’ αλήθεια κάποια βοήθεια από το ΝΑΤΟ του μισέλληνα Στόλτενμπεργκ ή την Ευρωπαϊκή Ενωση του φαιδρού Μπορέλ, ώστε να τρέχουμε πίσω τους σαν τα σκυλάκια; Θα τους παραχωρήσουμε μήπως και διευκολύνσεις για να ξεκινήσουν τον Γ’ Παγκόσμιο Πόλεμο; Και τι δουλειά έχουμε, στο φινάλε, να τζαρτζαριζόμαστε εμείς με τους Ρώσους για ξένα χωράφια, και μάλιστα από εκείνα που φιλοξενούν προίόντα της τουρκικής πολεμικής βιομηχανίας;
Υπάρχει και μια πρόσθετη διάσταση, που θα έπρεπε να μας καθιστά ιδιαίτερα προσεκτικούς: Στην ευρύτερη περιοχή του Ντονμπάς βρίσκεται πυρήνας ελληνικού πληθυσμού και, μια ανάσα πιο πέρα, στη Μαριούπολη, ανθεί μια κοινότητα 100.000 ομογενών. Οι περισσότεροι από αυτούς διέπονται από φιλορωσικά αισθήματα. Στη Μόσχα «κοιτάζουν», όχι στο Κίεβο. Το έχει άραγε συνειδητοποιήσει αυτό ο Ελληνας πρωθυπουργός, που κόπτεται -τάχα μου- για την προστασία τους από την ασφάλεια του ωραίου του γραφείου στο Μέγαρο Μαξίμου; Και τι θα συμβεί αν οι Ουκρανοί ξεκινήσουν τα αντίποινα από αυτούς; Θα έρθει το ιππικό του ΝΑΤΟ να τους σώσει;
Δυστυχώς, η Μαριούπολη βομβαρδίζεται γιατί η ελληνική διπλωματία δεν πήρε απολύτως καμιά πρωτοβουλία για να ζητήσει την εξαίρεσή της από τα σχέδια της ρωσικής στρατιωτικής επίθεσης στην ανατολική Ουκρανία.
Έχει τεράστια ιστορική ευθύνη ο κ. Μητσοτάκης, που μάλλον δεν διαθέτει τη στόφα του πατέρα του για να καταλάβει ότι το εθνικό συμφέρον της Ελλάδας δεν είναι να παριστάνει το πεκινουά της Δύσης, που γαβγίζει για να τρομάξει τη ρωσική αρκούδα. Και, από τη στιγμή που η Ευρωπαϊκή Ενωση μας έχει «αδειάσει» πανηγυρικά στο θέμα της Τουρκίας, αποφεύγοντας να επιβάλει κυρώσεις στον Ερντογάν, ο Ελληνας πρωθυπουργός δεν έχει κανέναν λόγο να πρωτοστατεί στην υιοθέτηση κυρώσεων που θα πολώσουν ακόμη περισσότερο το κλίμα με τη Μόσχα. Εκτός αν αποδέχεται κι αυτός ότι στο Διεθνές Δίκαιο υπάρχουν δύο μέτρα και δύο σταθμά: του ισχυρού και του καρπαζοεισπράκτορα. Από αυτά που επιτρέπουν στην Τουρκία να εισβάλει ανενόχλητη στην Κύπρο, χωρίς να ακούγεται τσιμουδιά, αλλά χαλάνε τον κόσμο όταν ο Πούτιν επισημοποιεί με στρατιωτικά μέσα μια ντε φάκτο προσάρτηση -ρωσικών κατά βάση- περιοχών.
Αν ο κ. Μητσοτάκης διαρρηγνύει τα ιμάτιά του για την ακεραιότητα της Ουκρανίας και σιωπά στην καθημερινή σχεδόν παραβίαση της κυπριακής θαλάσσιας κυριαρχίας, όπως και στην εναέρια παρέλαση των τουρκικών drones πάνω από ελληνικά νησιά, σημαίνει ότι είναι ανίκανος να προασπίσει το συμφέρον της χώρας. Ας αναζητήσει καλύτερα μια θέση στο επιτελείο της θείας Ούρσουλα, παρέα με τον Σχοινά. Και οι δυο τους ενσαρκώνουν το πρότυπο αυτών που περιγράφει, ως παράδειγμα αποφυγής, ο Καποδίστριας…