Γράφει ο Δημήτρης Βερβεσός
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα One Voice, την Κυριακή 4 Αυγούστου 2024
Με αφορμή τις πρόσφατες εξελίξεις στην υπόθεση των υποκλοπών και τη σχετική ανακοίνωση της εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, η νομική κοινότητα οφείλει να τοποθετηθεί και να προβεί σε κριτική αποτίμηση, με τεκμηριωμένο λόγο. Και αυτό διότι η απονομή της Δικαιοσύνης και η υπεράσπιση του Κράτους Δικαίου αφορούν τον πυρήνα της Δημοκρατίας.
Και τούτο καθίσταται περισσότερο απαραίτητο εν όψει και της τελευταίας έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (EU Justice Scoreboard quantitative data 2024), σύμφωνα με την οποία τα ποσοστά ως προς τη γνώμη των Ελλήνων πολιτών για την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης έχουν ως εξής: πολύ αρνητική γνώμη 22%, σχετικά αρνητική 34% (σύνολο 56%), ενώ σχετικά καλή 35% και πολύ καλή γνώμη μόνο 6% (σύνολο 41%).
Με δεδομένο ότι, δεν έχουμε στη διάθεσή μας το πλήρες κείμενο του πορίσματος, θα επιχειρήσουμε να κάνουμε ορισμένες κριτικές επισημάνσεις με βάση την από 30.07.2024 ανακοίνωση/δελτίο Τύπου της εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, όπως αυτή δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου.
1. Λεκτέον τυγχάνει, κατ’ αρχάς, ότι σε μία πρωτοφανή για τα δικαστικά χρονικά ενέργεια, η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, μετά την επιλογή της από την κυβέρνηση στη συγκεκριμένη θέση ευθύνης, αφαίρεσε την έρευνα της υπόθεσης από τους αρμόδιους εισαγγελείς Πρωτοδικών, προκειμένου να ανατεθεί η διερεύνησή της σε αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, επικαλούμενη την αναβάθμιση της έρευνας, γεγονός που δεν έχει συμβεί σε άλλες επίσης μείζονος σημασίας υποθέσεις, κατά το παρελθόν.
2. Στο πλαίσιο της προκαταρκτικής έρευνας για την άσκηση ποινικής δίωξης αρκούσαν απλές ενδείξεις, ούτε καν αποχρώσεις, οι οποίες κρίθηκαν ότι, δεν συντρέχουν στη συγκεκριμένη υπόθεση, με αποτέλεσμα αυτή να τεθεί στο αρχείο και να μην αχθεί σε περαιτέρω διερεύνηση από δικαστή-ανακριτή, πλέον του εισαγγελικού λειτουργού που επελήφθη.
Υπενθυμίζουμε ότι, για πλειάδα υποθέσεων, Έλληνες πολίτες οδηγούνται με απευθείας κλήσεις και παραπομπές στο ακροατήριο, χωρίς να τηρηθεί ενδιάμεση διαδικασία, πολύ μεγάλο, δε, ποσοστό αυτών απαλλάσσεται εκεί. Θα αναμείνουμε το πλήρες κείμενο του πορίσματος, προκειμένου να διαπιστώσουμε στη συγκεκριμένη υπόθεση, την απουσία απλών ενδείξεων που δεν οδήγησαν σε άσκηση δίωξης και περαιτέρω ανάκριση.
3. Η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, προκειμένου να δικαιολογήσει την έλλειψη αιτιολογίας στις διατάξεις για την άρση του απορρήτου, επικαλείται την από 16.02.2023 απόφαση του Δικαστηρίου της Ε.Ε. (υπόθεση C-349/21). Παραλείπει, όμως, να αναφερθεί ενδελεχώς, ως μη όφειλε, στο πλαίσιο της ορθής νομολογιακής προσέγγισης και δη από ανώτατο δικαστικό λειτουργό, στην ανάπτυξη της αιτιολογίας, του πλήρους σκεπτικού τής άνω απόφασης, σύμφωνα με το οποίο, για να εκδοθεί αναιτιολόγητη διάταξη άρσης απορρήτου επικοινωνιών, ως απαραίτητες προϋποθέσεις τίθενται: Αφενός η ύπαρξη αιτιολογημένου και εμπεριστατωμένου αιτήματος της αρμόδιας Αρχής, από το οποίο μπορούν να συναχθούν ευχερώς οι λόγοι της παρακολούθησης και αφετέρου το δικαίωμα ακώλυτης πρόσβασης του παρακολουθουμένου στον σχετικό φάκελο, προϋποθέσεις που δεν συνέτρεχαν στις συγκεκριμένες περιπτώσεις.
Κατά συνέπεια, ο εισαγγελέας όφειλε να διερευνήσει και να αναφέρει στο πόρισμά του την ύπαρξη ή μη πλήρως αιτιολογημένων και εμπεριστατωμένων αιτημάτων της ΕΥΠ προς την αρμόδια εισαγγελέα (κυρία Βλάχου) πριν την έκδοση των διατάξεών της για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών των πολιτικών προσώπων, των δικαστικών λειτουργών και των ανωτάτων στρατιωτικών, των οποίων παρακολουθούνταν οι τηλεφωνικές συνομιλίες.
4. Επίσης, παραλείπει η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου να αναφερθεί στην απόφαση 4600/2005 του Συμβουλίου της Επικρατείας, σύμφωνα με την οποία, το απόρρητο για λόγους κρατικής ασφαλείας ή δημόσιας τάξης δεν ισχύει έναντι της ελληνικής Δικαιοσύνης. Ειδικότερα, έχει γίνει δεκτό με την ανωτέρω απόφαση ότι, υφίσταται υποχρέωση προσκόμισης εγγράφων από τη διοίκηση, τα οποία έχουν χαρακτηριστεί απόρρητα με την επίκληση λόγων κρατικής ασφάλειας ή δημοσίας τάξης, καθώς το απόρρητο δεν ισχύει έναντι των δικαστηρίων της χώρας.
Αντίθετη εκδοχή θα ισοδυναμούσε με πλήρη αποκλεισμό του δικαστικού ελέγχου σε σημαντικούς τομείς της διοικητικής δράσης και θα συνιστούσε δραστικό περιορισμό, μη ανεκτό από το Σύνταγμα, του δικαιώματος παροχής έννομης προστασίας.
5. Στον βαθμό που η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, έχοντας γνώση του πορίσματος, μας ενημερώνει με την άνω ανακοίνωση/δελτίο Τύπου ότι, έχει κριθεί σύννομη η παρακολούθηση από την ΕΥΠ των συγκεκριμένων προσώπων για λόγους εθνικής ασφαλείας, οφείλει να γνωστοποιήσει τους λόγους αυτούς και, δη, εάν αποδείχθηκαν βάσιμοι, κατά το μέρος που αφορούν υψίστης πολιτειακής θέσης πρόσωπα (ως ο αρχηγός του κόμματος της ελάσσονος αντιπολιτεύσεως), διότι ο ελληνικός λαός οφείλει και πρέπει να γνωρίζει αν τα πρόσωπα αυτά, τα οποία ζητούν την εμπιστοσύνη του σε εκλογικές διαδικασίες, έχουν κριθεί νομίμως από τους αρμοδίους εισαγγελικούς λειτουργούς πως είναι πρόσωπα για τα οποία υπάρχουν λόγοι εθνικής ασφάλειας, ώστε να παρακολουθούνται και ποιοι, μάλιστα, είναι αυτοί.
6. Σύμφωνα με την αριθ. 465/2024 απόφαση Ολομέλειας του ΣτΕ, οι λόγοι άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών πρέπει να γνωστοποιούνται στα υπό παρακολούθηση πρόσωπα. Η όλως πρόσφατη άνω απόφαση έκρινε ότι, είναι αντισυνταγματική η διάταξη νόμου της παρούσας κυβέρνησης, που απαγόρευε σε παρακολουθούμενα πρόσωπα (εν προκειμένω τον, τότε ευρωβουλευτή, Νίκο Ανδρουλάκη) να έχουν πρόσβαση στα στοιχεία της ΕΥΠ για τους λόγους παρακολούθησής τους,και κρίνει ως επιβεβλημένο, σύμφωνα με τη συνταγματική και ευρωπαϊκή δικαιοταξία, το δικαίωμά τους για πλήρη πρόσβαση στο σχετικό φάκελο. Για τους παροικούντες στη «δικαστική Ιερουσαλήμ» οι αποφάσεις της Ολομέλειας του ΣτΕ ισχύουν erga omnes, δεσμεύουν τη διοίκηση και πρέπει να λαμβάνονται υπόψιν από τα λοιπά θεσμικά όργανα της Δικαιοσύνης.
7. Πέραν των ανωτέρω νομικών ζητημάτων που αναπτύχθηκαν, η εν λόγω ανακοίνωση/δελτίο Τύπου της εισαγγελέως του Αρείου Πάγου δεν αρκείται, με απλό και απέριττο ύφος, στην αναγκαία ενημέρωση της κοινής γνώμης και της νομικής κοινότητας για το πόρισμα του αντεισαγγελέα, που ανέλαβε τη διενέργεια της προκαταρτικής εξέτασης, αλλά με εκτεταμένες αναφορές στη διαδικασία και στομφώδεις εκφράσεις, επιχειρεί να δικαιολογήσει τη θέση της υποθέσεως στο αρχείο και τη μη άσκηση ποινικής δίωξης κατά των εμπλεκομένων κρατικών λειτουργών, με όρους επικοινωνιακού προσανατολισμού. Η ανωτέρω ανακοίνωση, μάλιστα, έρχεται σε συνέχεια προηγουμένων, επίσης προδήλως επικοινωνιακού χαρακτήρα, παρεμβάσεων του Αρείου Πάγου σε υποθέσεις μείζονος ενδιαφέροντος, πρωτόλειες για τη δικαστική ιστορία του ανώτατου Δικαστηρίου της χώρας («κίνημα της πετσέτας», συμβασιούχοι υπάλληλοι, υπόθεση ΜΟΔ Ζακύνθου, πρόσφατη υπόθεση ενδοοικογενειακής βίας δικηγόρου κ.λπ.).
8. Επί της ουσίας της υποθέσεως, όμως, γεννιούνται και τα κάτωθι εύλογα ερωτήματα:
- Όταν ο πρωθυπουργός, πολιτικός προϊστάμενος της ΕΥΠ, στις 20.05.2023 δήλωνε ότι «οι εξηγήσεις που δόθηκαν για αυτές τις παρακολουθήσεις δεν ήταν επαρκείς. Ο κ. Ανδρουλάκης δεν αποτελεί κανέναν απολύτως κίνδυνο για την ασφάλεια της χώρας και δεν έπρεπε να είναι υπό καθεστώς παρακολούθησης» και για αυτό απέπεμψε τον τότε διοικητή της ΕΥΠ και τον διευθυντή του γραφείου του, βρισκόταν σε πλάνη;
- Ποιος έδωσε την εντολή για τις παρακολουθήσεις από την ΕΥΠ, όταν ο ίδιος ο πρωθυπουργός έχει διαψεύσει ότι είχε δώσει εντολή για παρακολουθήσεις υπουργών της κυβέρνησής του;
- Αποτελεί απλή σύμπτωση η ταυτόχρονη παρακολούθηση 28 προσώπων από την ΕΥΠ και το παράνομο λογισμικό παρακολούθησης Predator;
9. Δυστυχώς, από όλα τα ανωτέρω, προκύπτει ότι αποφλοιώνεται το Κράτος Δικαίου και, μάλιστα, από συμπεριφορές λειτουργών του και πλήττεται η εμπιστοσύνη των πολιτών προς τη Δικαιοσύνη, η οποία βρίσκεται σε χαμηλότατα επίπεδα, όπως παραπάνω αναφέρθηκε. Αλλά και με βάση τα στοιχεία του ΕΔΔΑ του Ιανουάριου 2023, επί συνόλου 1082 αποφάσεων του Δικαστηρίου με εγκαλουμένη την Ελλάδα για παραβίαση της δίκαιης δίκης, σε 969 από αυτές διαπιστώθηκε παράβαση, 45 απορρίφθηκαν, 20 διακανονίστηκαν φιλικά και σε 48 εκδόθηκαν διάφορες άλλες αποφάσεις.
10. Τέλος, νωπό είναι το αποτύπωμα του Ψηφίσματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 7ης Φεβρουαρίου 2024, που, μεταξύ άλλων, εκφράζει τις σημαντικές ανησυχίες για τις πολύ σοβαρές απειλές κατά της Δημοκρατίας, του Κράτους Δικαίου και των θεμελιωδών δικαιωμάτων στην Ελλάδα, τονίζει ότι το σύστημα ελέγχων και ισορροπιών είναι απαραίτητο για μια ισχυρή Δημοκρατία και σημειώνει με ανησυχία ότι, το σύστημα αυτό έχει υποστεί μεγάλη πίεση και αναφέρεται σε παθογένειες της ελληνικής Δικαιοσύνης με τις καθυστερήσεις στην απονομή της.
11. Τυχόν κλήση της εισαγγελέως του Αρείου Πάγου στη Βουλή, για εξηγήσεις επί του πορίσματος, δεν συνάδει με την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης και τη διάκριση των εξουσιών. Ο ομφάλιος λώρος και η αλληλεπίδραση μεταξύ της Δικαιοσύνης και της εκτελεστικής εξουσίας, διατρέφεται ιδίως από την επιλογή της ηγεσίας των Ανωτάτων Δικαστηρίων από την κυβέρνηση και την τοποθέτηση ανωτάτων δικαστών σε δημόσιες θέσεις αμέσως μετά την αφυπηρέτησή τους, θέτοντας σοβαρά ζητήματα αμεροληψίας της Δικαιοσύνης, καθόσον «η γυναίκα του Καίσαρος δεν αρκεί να είναι τιμία, αλλά πρέπει να φαίνεται και προς τούτο».
Ο μυλωνάς του Πότσνταμ αισθάνεται πιο σίγουρος όταν υπάρχουν δικαστές στο Βερολίνο. Ο Έλληνας «μυλωνάς», όμως, κάθε χρόνο νιώθει ολοένα και πιο μόνος απέναντι στην εξουσία που θέλει να του πάρει τον «μύλο» του. Και όταν ο μύλος δεν συνέχεται απλώς με τα αμιγώς οικονομικά βιοτικά ζητήματα της καθημερινότητας του Έλληνα πολίτη, αλλά σχετίζεται και με την ίδια τη λειτουργία της Δημοκρατίας, την ελεύθερη έκφραση -σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία που έχουν δει το φως της δημοσιότητας, ο αριθμός των νόμιμων επισυνδέσεων έχει αυξηθεί δραματικά το χρονικό διάστημα 2004-2021-, αλλά πολλώ μάλλον και με την ίδια την προστασία της ζωής του, τότε το ζήτημα εγγίζει το γονιδίωμα της σύγχρονης Ελληνικής Δημοκρατίας, που 50 χρόνια μετά τη Μεταπολίτευση βρίσκεται ενώπιον μιας νέας απόλυτα υπαρξιακής πρόκλησης. Χωρίς Δικαιοσύνη δεν υπάρχει Δημοκρατία.