Γράφει ο Δημήτρης Ριζούλης
Στις 31 Αυγούστου του 2016 ο Παναγιώτης Ψυχάρης, γιος του αείμνηστου Σταύρου, ομολόγησε στην Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής ότι το Mega έπαιρνε δάνεια με… αέρα και, όπως ήταν αναμενόμενο, ξέσπασε σάλος.
Μόλις έξι χρόνια μετά, ένας κυβερνητικός βουλευτής παραδέχεται δημοσίως ότι έλαβε έγκριση χρηματοδότησης 4.200.000 ευρώ πάλι με αέρα και δεν κουνιέται φύλλο. Ο λόγος για τον Κωνσταντίνο Μαραβέγια, που αποφάσισε να γίνει μεγαλοεπενδυτής, και μαζί με τη σύζυγό του να αναζητήσει οικονομικές ευκαιρίες, παρότι έχει εκλεγεί για να υπηρετεί τον λαό.
Αυτά τα έξι χρόνια, όπως φαίνεται, άλλαξαν πολλά. Επιδεινώθηκαν παλαιότερες νοσηρές καταστάσεις και ουσιαστικά έπαψε να υπάρχει δημοσιογραφία ή, τουλάχιστον, ό,τι είχε απομείνει από τα χρόνια της μνημονιακής λαίλαπας και συρρίκνωσης. Σταδιακά φτάσαμε στη σημερινή κατάσταση της συσκότισης και της καθολικής παραπληροφόρησης. Ναι, σε τέτοιο χάλι βρισκόμαστε. Να βλέπουμε τα σκάνδαλα να περνούν και ουδείς να ασχολείται. Να σφυρίζουν δίπλα μας οι μίζες και να μην ψάχνει κανείς τη ροή του χρήματος και τους αυτουργούς. Να αδυνατεί ακόμα και η Βουλή να ελέγξει πρόσωπα και υπηρεσίες που έχουν αυτονομηθεί και λειτουργούν ως ιδιωτικά παραμάγαζα.
Η σημερινή σήψη και παρακμή στη χώρα δεν έχει προηγούμενο. Όμως το σύστημα δουλεύει ρολόι, χωρίς εμπόδια ή οχλήσεις. Οι δουλίτσες προχωρούν, οι βρόμικοι καμαρώνουν και απολαμβάνουν τους καρπούς της ανομίας τους και ο απλός κόσμος, αποχαυνωμένος, αγωνιά αν πλήρωσε τη διατροφή ο Μαραντίνης και γιατί χώρισε η Αθηναΐς Νέγκα.
Η «δημοκρατία» αποκάλυψε χθες ότι το τουρκικό ερευνητικό σκάφος «Yunus» το περασμένο Σάββατο εισέβαλε σε θαλάσσια περιοχή εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας και έμεινε εκεί για ώρες ανενόχλητο. Και πάλι ουδείς συγκινήθηκε. Ούτε καν τα πολιτικά κόμματα. Τι κι αν η είδηση επιβεβαιώθηκε πλήρως λίγες ώρες μετά τη δημοσίευσή της. Πουθενά δεν γράφτηκε, κανένα μέσο ενημέρωσης δεν θεώρησε ότι έπρεπε να ασχοληθεί με ένα κορυφαίο ζήτημα (υπάρχει, άραγε, κάτι σημαντικότερο;), όπως είναι η παραβίαση της ελληνικής κυριαρχίας. Αν αλληθωρίζουμε ακόμα και σε ζητήματα που αφορούν τα δικαιώματα της πατρίδας μας, είμαστε χαμένοι από χέρι.
Ασφαλώς το ανάθεμα γι’ αυτό το χάλι πέφτει στα μέσα ενημέρωσης. Ιδιοκτήτες, διευθυντές, αρχισυντάκτες και απλοί δημοσιογράφοι έχουν ο καθένας το μερίδιο ευθύνης που του αναλογεί. Φταίει όμως και το κοινό, που έπαψε να αναζητά την αλήθεια. Σταμάτησε να ψάχνει, να συγκρίνει, να απορρίπτει, να ασχολείται. Πολλοί απλώς εκτονώνονται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όπου ο καθένας μπορεί να πει την παρόλα του, αλλά μέχρις εκεί. Το κοινό έχει απεμπολήσει τη δύναμή του.
Βεβαίως, αυτό δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο. Παγκοσμίως προωθείται η αποχαύνωση μέσα από τα ριάλιτι, τη μουσική, τη διαφήμιση και πολλούς άλλους δρόμους. Όμως στις υπόλοιπες προοδευμένες χώρες εξακολουθεί να υπάρχει δημοσιογραφία. Ίσως επειδή εκεί οι ίδιοι οι δημοσιογράφοι έχουν μεγαλύτερη αξιοπρέπεια και λιγότερες εξαρτήσεις. Ίσως γιατί οι ιδιοκτήτες media δεν είναι τόσο βαθιά διαπλεκόμενοι όπως στη μικρή πατρίδα μας. Κυρίως, όμως, επειδή υπάρχουν κανόνες και νόμοι που τηρούνται και διασφαλίζουν τον υγιή ανταγωνισμό και τον έλεγχο τόσο της εξουσίας όσο και των media. Εδώ είναι σαν να ζούμε σε ένα μεγάλο χωριό, όπου Γιάννης κερνάει, Γιάννης πίνει.
Η εξουσία δεν διαπλέκεται απλώς με τα media. Τα ελέγχει πλήρως, τοποθετεί δικούς της ανθρώπους σε θέσεις-κλειδιά και σε ορισμένες περιπτώσεις κατέχει ακόμα και την ιδιοκτησία τους! Μόνο σε μπανανίες ή δικτατορικά καθεστώτα συμβαίνουν αυτά χωρίς καμία αρμόδια Αρχή να ασχολείται για να τα πατάξει. Τι ψάχνουμε, λοιπόν; Το θέμα είναι πού μας κατατάσσουν οι Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα ή ότι είναι σαθρό όλο το μιντιακό κατασκεύασμα εκ θεμελίων;
Ο περισσότερος κόσμος πολλά από αυτά τα βλέπει. Αντί να αντιδράσει όμως υγιώς, αναζητώντας ακόμα πιο ενεργά και έντονα τις ανεξάρτητες φωνές δημοσιογραφικής αλήθειας, κατευθύνεται στο άλλο άκρο. Απέχει. Μουντζώνει τους πάντες. Τελικά, καταλήγει να ασχολείται με τα σκουπίδια που του σερβίρουν. Αυτό ακριβώς επιδιώκουν οι «σερβιτόροι» της παραπληροφόρησης. Την αποχή. Για να συνεχίσουν απρόσκοπτα εις το διηνεκές τον κύκλο της φαυλότητας, που καταδικάζει αυτή τη χώρα σε παρατεταμένη παρακμή. Θα μου πείτε πάντα δεν υπήρχαν αυτά; Ξέχασες τον Γκρούεζα και τον Μαυρογιαλούρο; Ναι, υπήρχαν πάντα. Tώρα όμως είναι καθεστώς. Οποια πέτρα κι αν σηκώσεις, ψάχνεις να βρεις πού βρίσκεται η λαμογιά.