Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος
Έπεσε σαν άστρο της αυγής. Έπεσε σαν σώμα που κουβαλάει όλες τις εικόνες των σωμάτων. Έπεσε σαν μια φαραωνική συνείδηση που μέσα στον διαδικτυακό κουρνιαχτό πάλλεται όπως ένα ελαφρύ σύννεφο επίδειξης. Δεν έπεσε το Ιnstagram χθες, αλλά η πάσχουσα καρδιά του νέου κόσμου.
Στην αρχή άρχισε με μια υπόμνηση φόβου: έχανες τον ένα μετά τον άλλο τους ακόλουθούς σου. Έβλεπες τον αριθμό να μειώνεται απειλητικά. Σταγόνα σταγόνα, μπρος στα μάτια σου, παρατηρούσες το σακούλι του ψηφιακού σου αποτυπώματος να αδειάζει κι εσύ να μένεις άπραγος, ανήμπορος να αντιδράσεις. Ένας κακός ποιμένας που δεν έχει τη δύναμη να φέρει πίσω στο μαντρί το κοπάδι του.
Το αίσθημα είναι καταλυτικό. Είναι σαν κάποιος να μπήκε στο σπίτι σου και να το λεηλάτησε.
Σαν να μετατράπηκες σε ένοχο για κάποια αιτία που δεν την έμαθες ποτέ.
Από παντού έσκαγαν απεγνωσμένα stories: «χάθηκαν, έχασα, θα χαθούμε». Κι άλλα, περισσότερο ενοχικά, «δεν φταίω εγώ, δεν σας ”πέταξα”. Αν με ”κατεβάσουν” να με σκέφτεστε». Ώσπου, σε αρκετούς -συμπεριλαμβανομένου κι εμού- συνέβη το απευκταίο, το χειρότερο όλων, το βάσανο των βασάνων: έπεσε ο λογαριασμός, χάθηκαν τα πάντα.
Το αίσθημα είναι καταλυτικό. Είναι σαν κάποιος να μπήκε στο σπίτι σου και να το λεηλάτησε.
Σαν να μετατράπηκες σε ένοχο για κάποια αιτία που δεν την έμαθες ποτέ (που τραγουδούσε κάποτε ο Παύλος Σιδηρόπουλος). Πέφτεις στον πειρασμό της βουβαμάρας. Χάνεις το έδαφος κάτω από τα πόδια σου, μια σκοτεινή οργή σε καταλαμβάνει. Με ποιο δικαίωμα έπεσε το Instagram; Ποιος τολμάει να ρίχνει στον ηλεκτρονικό κάλαθο των αχρήστων τόσους κόπους, τόσες φωτογραφίες, τόσες διαχύσεις;
Υπάρχουν, grosso modo, δύο βασικές κατηγορίες χρηστών στο εν λόγω μέσo: οι ερασιτέχνες επιδειξίες και οι επαγγελματίες. Αμφότεροι, αλλά για διαφορετικούς λόγους, χθες που συνέβη το blackout στην πλατφόρμα του Μαρκ Ζούκερμπεργκ, έμοιαζαν με τον λαγό που στέκει παγωμένος μπρος στα λευκά φώτα που πέφτουν πάνω του.
Το μούδιασμα, αν δεν προκαλεί συμπόνοια, σίγουρα μοιάζει με παντομίμα ανημποριάς. Δεν είναι πραγματική καθώς στη ζωή, όντως, μπορεί να σου συμβούν γεγονότα που προκαλούν ανείπωτο πόνο, αλλά με κάποιο τρόπο μοιάζει με «πόνο», με «σπαραγμό», με «θλίψη».
Οι ερασιτέχνες του είδους έχασαν την προσωπική τους ταυτότητα. Ταξίδια με το έτερον ήμισυ, φαγητά που δοκίμασαν σε γκουρμέ εστιατόρια, στιγμές σχόλης στην παραλία, το κορμί τους σφριγηλό και ηλιοκαμένο σε μια ξαπλώστρα, το βιβλίο που διάβασαν και το επιδεικνύουν σαν μπιζουδάκι. Τόσες και τόσες στιγμές ζωής που εξαφανίστηκαν μέσα σε ένα δευτερόλεπτο.
Η μνήμη των γεγονότων δεν φτάνει να τα κάνει να υπάρξουν. Αν δεν αποτυπωθούν σε μια φωτογραφία, αν δεν φωταγωγηθούν στη λεωφόρο των social media, ουδείς θα πιστέψει ότι συνέβησαν.
Η μνήμη των γεγονότων δεν φτάνει να τα κάνει να υπάρξουν. Αν δεν αποτυπωθεί σε μια φωτογραφία, αν δεν φωταγωγηθεί στη λεωφόρο των social media, ουδείς θα πιστέψει ότι συνέβη το γεγονός. Ακόμη κι εσύ ο ίδιος που το έζησες ως άμεσος πρωταγωνιστής θα αρχίσεις να αμφιβάλλεις.
Για τους επαγγελματίες, η χθεσινή ημέρα ήταν μαύρη και άραχλη. Κεσάτια πραγματικά. Οι τρανοί infuencers βρίσκονται σε διαρκή επαγρύπνηση. Ο παλαιός τύπος εμπόρου που κάποιες φορές αφηνόταν στα θέλγητρα της σχόλης (η πολλή δουλειά τρώει τον αφέντη), στη σημερινή ψηφιακή εκδοχή δεν υφίσταται.
Κάθε λεπτό φέρει το κερδώο φως του. Κάθε ανάρτηση ρίχνει την μονέδα στο πορτοφόλι.
Κάθε σκέρτσο ισούται με ευρώ. Κάθε πόζα φουσκώνει το ζυμαράκι του τραπεζικού λογαριασμού. Αν αυτά χαθούν για κάποιες ώρες, αν υπάρξει στάση εμπορίου, τότε αυτός ο κόσμος που όλοι γνωρίζουμε και υποτασσόμαστε, ρέπει προς την καταστροφή. Ακούγεται ακραίο, σχεδόν τραβηγμένο από τα μαλλιά, αλλά είναι μια πραγματικότητα που εκπορεύεται από κάτι μη πραγματικό.
Τον «έμπορο» στο Ιnstagram μπορεί να μην τον γνωρίσεις ποτέ από κοντά, αλλά είναι η καθημερινή σου εμμονή.
Τον «έμπορο» στο Ιnstagram μπορεί να μην τον γνωρίσεις ποτέ από κοντά. Να μην ακούσεις τη φωνή του, να μην μυρίσεις την ανθρωπίλα του, αλλά αυτό αντί να σε αποξενώνει απ΄ αυτόν, αντί να δημιουργεί μεταξύ σας μια αγεφύρωτη απόσταση, σε φέρνει ακόμη πιο κοντά του. Γίνεται η εμμονή σου, η καθημερινή σου συνήθεια, η απαραίτητη στάση στον λογαριασμό του. Παβλοφικό σύνδρομο; Και βάλε!
Ακολουθείς ανθρώπους που υπό άλλες συνθήκες δεν θα ήθελες καν να είσαι κοινωνός της ζωής τους. Έχετε διαφορετικά κίνητρα, άλλες αντιλήψεις, ολότελα ξένα περιβάλλοντα μέσα στα οποία ζείτε, κι όμως τους ακολουθείς με πίστη και εγρήγορση. Δεν χάνεις ανάρτησή τους, δεν ξεχνάς να καρδουλώνεις τις φωτογραφίες τους.
Το γεγονός ότι στο Instagram δεν υπάρχει η διαβάθμιση των αντιδράσεων που έχει το Facebook, αλλά μόνο μια κόκκινη καρδιά, δείχνει πως ο «κατασκευαστής» επιδίωκε εξαρχής να οικοδομήσει μια σχέση αγάπης μεταξύ των χρηστών. Αγαπάτε αλλήλους, όλοι είμαστε τέκνα του ίδιου ψηφιακού θεού.
Οι «πούροι» της πραγματικής πραγματικότητας εξακολουθούν να διατείνονται πως η ζωή είναι εκεί έξω κι όχι στο κινητό μας. Αν το κλείσουμε το ρημάδι θα καταλάβουμε τι χάνουμε: τις νεραγκούλες που ανθίζουν, τα πουλάκια που φτεροκοπούν, το ρυάκι που κυλάει γάργαρο.
Αυτοί όλοι γνωρίζουν τόσο καλά το μοτίβο της σύγχρονης ζωής όσο ξέρει ένα πρωτόζωο από εφαρμοσμένα μαθηματικά. Στο μεταξύ: ο λογαριασμός μου στο Ιnstagram επέστρεψε σώος και αβλαβής. Υπάρχω ξανά σ’ αυτόν τον κόσμο. Είμαι ξανά κάποιος.