Γράφει ο Άρης Πορτοσάλτε
Η συζήτηση για τη φορολογία, φαντάζομαι να έχει φτάσει στο τέλος της. Δίχως να παραγάγει κάποιο αποτέλεσμα, φυσικά. Εκτός κι αν από ένδεια θέσεων και προτάσεων επιχειρηθεί η επιστροφή της από τα…παράθυρα, τα τηλεοπτικά. Δεν πρέπει να αποκλείουμε μαζί την πολιτική και τη δημοσιογραφική απελπισία στην αναζήτηση θεμάτων προς συζήτηση, αυτό για άλλη φορά. Λοιπόν, λέγαμε ότι για τη φορολογία, κουβέντα να γίνεται, δεν βγάλαμε κάποια ουσία, δεν γίναμε σοφότεροι. Και ούτε θα συνέβαινε, εννοείται.
Την κόντρα με τη ΝΔ καλλιέργησαν ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ θέλοντας να δείξουν πόσο αριστεροί είναι, στα λόγια. Πόσο θέλουν να φορολογήσουν τους, σχηματικά το γράφω, δέκα όλους κι όλους πλούσιους του τόπου, οι οποίοι θα χρηματοδοτούν το κράτος (μας) για να ζούμε εμείς τα άλλα δέκα εκατομμύρια χωρίς να πληρώνουμε φόρους! Αστεία πράγματα, με τα οποία περνάμε «δημιουργικό» χρόνο πολιτικής αντιπαράθεσης…
Η Αριστερά κι η σοσιαλδημοκρατία δεν έχουν κάτι να πουν περί της φορολογίας. Αλλιώς, θα το είχαν εφαρμόσει. Εύκολα πράγματα λες ως αντιπολίτευση, όλα μένουν ανεφάρμοστα στο τέλος. Η ανάγκη να διατηρηθούν οι επιχειρήσεις και τα κεφάλαια προς επένδυση στον τόπο τους καθιστά τη συζήτηση περί της φορολογίας εξαιρετικά σοβαρή, ώστε να διεξάγεται στα τηλεπαράθυρα.
Δεν υπολείπονται, προφανώς, σε εγκεφαλική λειτουργία ιθύνοντες κρατών, κι όχι μόνο κυβερνήσεων, που με φορολογικά κίνητρα προσελκύουν επενδύσεις και πολυεθνικές επιχειρήσεις στο έδαφος τους. Δεν ξεπουλούν ιμάτια, έδαφος για εγκατάσταση προσφέρουν. Με αντάλλαγμα, θέσεις εργασίας, σοβαρές αμοιβές, εξειδικευμένες υπηρεσίες, ανάπτυξη τεχνολογίας και όλα τα προηγμένα, που συνιστούν πρόοδο και ευημερία. Τίποτε δεν αποκλείει την ύπαρξη Αριστεράς και Σοσιαλδημοκρατίας στα κράτη της χαμηλής φορολογίας και μόνο η σοβαρότητα μειώνει την έκθεση στην ανοησία…
Ας πάρουμε ως παράδειγμα, τη μείωση του ΦΠΑ στα τρόφιμα που εφάρμοσε από τον περασμένο Ιανουάριο, η κυβέρνηση Σάντσες στην Ισπανία. Μια πολυδιαφημισμένη, στην Ελλάδα από ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ, πρωτοβουλία στη λογική της ανακούφισης των πολιτών από τις αυξήσεις, λόγω πληθωρισμού, στην τιμή των τροφίμων. Το πείραμα της Ισπανίας ήταν σκέτο αποτυχία. Οι τιμές των τροφίμων δεν έπεσαν, αντίθετα αυξήθηκαν και πάνω από την Ελλάδα, όπου η κυβέρνηση Μητσοτάκη εφάρμοσε το καλάθι του Γεωργιάδη ή διένειμε ακόμη κάποια επιδόματα.
Αποτέλεσμα: Στην Ισπανία η λαϊκή δυσαρέσκεια έφερε δυσμενή εκλογικά αποτελέσματα για το κυβερνών σοσιαλιστικό κόμμα στις τοπικές εκλογές και προκάλεσε πρόωρη προσφυγή στις κάλπες για εθνικές, όπως ανακοίνωσε ο Σάντσες. Επί μήνες τα κόμματα ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ επέμειναν στην ορθότητα του μέτρου της μείωσης του ΦΠΑ στα τρόφιμα με πεισματική άρνηση να αποδεχτούν την πραγματικότητα από την εφαρμογή στην Ισπανία.
Η ΝΔ υποστήριξε πως η μείωση του ΦΠΑ ή ακόμη και ο μηδενισμός του δεν θα περάσει στον καταναλωτή, αλλά θα «χαθεί» στην τροφοδοτική αλυσίδα της αγοράς και δικαιώθηκε. Έχει όμως και η ΝΔ τη δική της «αχίλλειο πτέρνα». Τα επιδόματα της καρπούνται και πολίτες που δεν θα τα δικαιούνταν εάν η φορολογική τους δήλωση ήταν πιο «τίμια». Είναι μια παράμετρος που πρέπει να αντιμετωπιστεί με μεγαλύτερη σοβαρότητα στην επόμενη φάση.
Σύμφωνοι, αλλά τι θα έπρεπε να αντιπροτείνει μια σοβαρή (εάν υπάρχει) Αριστερά και ενδεχομένως κυβερνώσα Σοσιαλδημοκρατία, κόντρα στην Αγορά και στους καπιταλιστικούς όρους; Ας ανοίξουμε συζήτηση για «Ανταγωνισμό», ουσιαστικό, σκληρό, πραγματικό μεταξύ των επιχειρήσεων, φυσικά προς όφελος του πολίτη – καταναλωτή. Εάν τεθεί ποτέ, τότε το βλέμμα γίνεται απλανές και η αμηχανία γλωσσοδέτης.
Τι εμποδίζει άραγε την Αριστερά να θίξει στην Ελλάδα ζήτημα κανονικού ανταγωνισμού, που φέρνει σε θέση άμυνας και τις ίδιες τις επιχειρήσεις; Γιατί η δουλική στάση, εκεί όπου (λογικά) η Αριστερά θα έπρεπε να χτυπά τις επιχειρήσεις σαν χταπόδι; Το μοναδικό επιχείρημα που ψελλίζουν είναι να γίνουν πιο αυστηροί οι έλεγχοι. Ας γίνουν, αλλά οι έλεγχοι δεν καθορίζουν τιμές πώλησης σε συνθήκες ελεύθερης οικονομίας. Τις τιμές καθορίζει ο ανηλεής ανταγωνισμός, κάτι που δεν αντέχει η ελληνική Αριστερά, ούτε να το συλλογιστεί.
Στην Ελλάδα έχουμε ζωτικής σημασίας ταμπού στην ανάπτυξη των επιχειρήσεων. Ο ανταγωνισμός θεωρείται προϊόν του «κακού» καπιταλισμού, ενώ η εγχώρια επιχειρηματικότητα προτιμά τον κρατικοδίαιτο καπιταλισμό του Υπαρκτού Ελληνισμού. Και η Αριστερά, γνήσιο τέκνο, του κρατικού καπιταλισμού αντιστρατεύεται κάθε έννοια ανταγωνισμού, πόσο μάλλον του εφαρμόσιμου. Μεταξύ μας και η εφαρμογή, τρόπος του λέγειν…
Αν δεχτούμε ότι ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ αγωνίζονται πραγματικά και όχι προσχηματικά για το καλό του εργαζομένου, είτε ως υπαλλήλου, είτε ως εργοδότη μιας μικρής επιχείρησης, θα έπρεπε να έχουν μελετήσει, επεξεργαστεί και εισαγάγει συστήματα άλλων κρατών για την εφαρμογή πλήρους ανταγωνισμού που να φέρνει αποτελεσματική μείωση στην τιμή πώλησης προϊόντων και υπηρεσιών. Όχι μόνο σιωπούν, αδρανούν σκοπίμως, αλλά αντιπαρέρχονται κιόλας. Μετά το ρίχνουν στο τσάμικο της φορολογίας. Είναι πιο ελκυστικός ο λόγος με τα παραμύθια…
Δεν είναι καθόλου παράδοξη η συμπεριφορά της ελληνικής Αριστεράς. Πέρασαν πολλές «ευτυχισμένες» δεκαετίες κατά τις οποίες μοίραζαν μιζέρια από κοινού μικρομεσαία επιχειρηματικότητα, αριστερά κόμματα και πασοκονεοδημοκρατία, η τελευταία με κάποιες εξαιρέσεις σε σύντομα χρονικά διαστήματα.
Δεν εξετάστηκαν ποτέ με υπευθυνότητα εμπορικά περιβάλλοντα άλλων κρατών, όπου προσφέρονται προϊόντα ετικέτας, σε τρόφιμα και πολλά άλλα είδη βασικής κατανάλωσης, που δεν εμπίπτουν στη διαφήμιση και άρα διατηρούν ελκυστικότερες τιμές πώλησης, προσιτές στο ευρύ κοινό. Αυτά στην Ελλάδα, θεωρούνται καλβινιστικές αντιλήψεις και δεν χρίζουν ενδιαφέροντος.
Πράγματι, παγκόσμιοι επενδυτές, κάποιοι που ξέρουν να «αυγατίζουν» τα κεφάλαια τους με επενδύσεις έχουν εκφράσει την ανάγκη να φορολογηθούν ώστε να απαντηθεί σ’ ένα βαθμό ο υπερπλουτισμός, τον οποίο γεννά ο καπιταλισμός. Παρόμοιος προβληματισμός χαμηλόφωνα αναπτύσσεται και στην Ελλάδα, όμως ποτέ δεν έγινε λεπτομερής δημόσια συζήτηση.
Αμφίβολο, αν φτάναμε ποτέ στην καθιέρωση ενός επιπλέον φόρου, πάνω στον ετήσιο φόρο εισοδήματος, στους πολύ πλούσιους, οι οποίοι σύμφωνα με την ΑΑΔΕ είναι μόλις κάτι λιγότερο από τρεις εκατοντάδες! Πολύ περισσότεροι, είναι οι μικρομεσαίοι επιχειρηματίες που ακούγοντας τη φορολογική επιδρομή των ΣΥΡΙΖΑ ΠΑΣΟΚ στα μερίσματα τους, αφού στο μεταξύ έχουν φορολογηθεί, καταφεύγουν στην αγκαλιά του Μητσοτάκη!
Θα μιλήσουμε στα σοβαρά για φορολογία μόνο αν σοβαρευτεί, το πολιτικό σύστημα! Έχουμε δρόμο, κουράγιο…