Γράφει ο Ανδρέας Ανδριανόπουλος
Το βαρύ πολιτικό κλίμα των τελευταίων ημερών κάνει υποχρεωτικές ορισμένες σκέψεις που ίσως θα ήταν καλύτερο κάποιος να αποφύγει. Για τις πολιτικές της κυβέρνησης είναι λογικό να υπάρχουν επιφυλάξεις και ερωτηματικά. Ιδιαίτερα σε σχέση με τη συμπεριφορά και τις κινήσεις της αναφορικά με το ζήτημα των τηλεφωνικών υποκλοπών. Η συμπεριφορά τής σε ανώτατο επίπεδο ελεγχόμενης ΚΥΠ και οι υπεκφυγές σχετικά με το τι ακριβώς έγινε και με τη διαφάνεια για πράξεις και αποφάσεις, προκαλούν σοβαρότατο σκεπτικισμό.
Παράλληλα, ερωτηματικά υπάρχουν για τις αδυναμίες, τις ευθύνες και την κακοδιοίκηση των σιδηροδρόμων που ενδεχόμενα οδήγησαν στο τραγικό δυστύχημα των Τεμπών. Οι ανεπαρκείς εξηγήσεις, το γαϊτανάκι μετάθεσης ευθυνών και το γενικό χάος ανάμεσα σε υπεύθυνους, πολιτική ηγεσία και γενικά ανεύθυνους αλλά πολυπράγμονες εργαζόμενους, συνθέτουν μία εικόνα τσαπατσουλιάς και χάους στη ροή των αποφάσεων. Γενικά το υπουργείο Μεταφορων δεν εμπνέει εμπιστοσύνη στους πολίτες και δεν εκπέμπει κλίμα ομαλότητας και εκσυγχρονισμού στην κοινή γνώμη. Ολα αυτά συνθέτουν ένα σύνολο μεγάλου προβληματισμού για τις ικανότητες αλλά και για τις προθέσεις του κυβερνητικού σχήματος.
Αυτά όλα καλλιεργούν ένα κλίμα αμφισβήτησης και άσκησης έντονης κριτικής για τις προοπτικές της κυβέρνησης αλλά και για την εικόνα που εκπέμπει στην κοινωνία. Εδώ όμως χρειάζεται μεγάλη προσοχή. Οι όποιες επικριτικές παρατηρήσεις και σχόλια οφείλουν να αντιπαραταχθούν με την πολιτική πραγματικότητα της χώρας και με τις συγκεκριμένες προοπτικές της. Θα ήταν άδικο να διαγραφούν με μια μονοκονδυλιά, λόγω των πιο πρόσφατων γεγονότων, όσα μπόρεσε να πετύχει η κυβέρνηση τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Εκ των πραγμάτων οι πράξεις της δεν υπήρξαν τέλειες, ούτε και αψεγάδιαστες. Δεν θα μπορούσαν να υπάρξουν άλλωστε. Αυτό που έχει σημασία είναι να εκτιμηθούν όλα όσα έκανε, μαζί με τα λάθη της, σε σχέση με τις υπάρχουσες εναλλακτικές πολιτικές προτάσεις.
Το κυριότερο ζήτημα είναι αφενός το ενδεχόμενο της ακυβερνησίας, εφόσον κανείς δεν μπορέσει να πλησιάσει την αυτοδυναμία. Κι αφετέρου η προοπτική κατάληψης της εξουσίας από τα διάφορα κόμματα της Αριστεράς, των οποίων δείγμα γραφής είχαμε πρόσφατα αισθανθεί σαν πολίτες στις πολιτικές που είχαν υιοθετηθεί. Τα δύο αυτά ενδεχόμενα είναι λογικό να βαρύνουν σοβαρά στην αξιολόγηση των κεντρώων / φιλελεύθερων εκλογέων που θα προσεγγίσουν την κάλπη.
Υπάρχει όμως και κάτι άλλο εξίσου σοβαρό. Παρά τις όποιες της παρασπονδίες, σε σχέση με τις αρχές του γνήσιου φιλελευθερισμού, η κυβέρνηση επέλεξε να πορεύεται με πολιτικές αρκετά αντικρατικιστικές που κάνουν τον απέραντο κρατικό παρεμβατισμό του συνόλου της αριστερόστροφης αντιπολίτευσης να σηματοδοτούν μια αναχρονιστική και αδιέξοδη πορεία για τη χώρα. Εάν επιστρέψει η χώρα στον κρατισμό το μέλλον της προδιαγράφεται εξαιρετικά σκοτεινό.