Γράφει ο Αλέξης Παπαχελάς
Πριν από πολλά χρόνια βρέθηκα σε έναν από τους κορυφαίους τουριστικούς προορισμούς της χώρας μας. Μαζί με λίγους φίλους αναζητήσαμε μια ταβέρνα για να φάμε κλασικό, ελληνικό, παραδοσιακό φαγητό. Δοκιμάσαμε τρεις ή τέσσερις επιλογές πριν αποφασίσουμε ότι ήταν μια χαμένη υπόθεση. Ακόμη και την «ελληνική σαλάτα», όπως αποκαλούν οι ξένοι τη χωριάτικη, δεν μπορέσαμε να δοκιμάσουμε σε μη βιομηχανική εκδοχή, με οποιαδήποτε γεύση.
Από τότε πολλά άλλαξαν προς το καλύτερο. Μια νέα γενιά που ασχολείται με την εστίαση και τον τουρισμό προχώρησε πολύ μπροστά. Το «ελληνικό πρωινό» μπήκε στα ξενοδοχεία. Νέα παιδιά που κληρονόμησαν εστιατόρια σε διάφορα μέρη της Ελλάδος τα απογείωσαν. Ψάχνουν τα υλικά τους, αναζητούν χαμένες συνταγές, βρίσκουν τα καλύτερα κρασιά από όλη τη χώρα. Το κυριότερο; Δεν «πουλάνε» κάτι άλλο από αυτό που πρόσφεραν σε παλαιότερες εποχές οι παππούδες τους: ένα συνδυασμό παράδοσης, καθαρής γεύσης, χαλαρότητας και αισθητικής. Ελληνες και ξένοι λατρεύουν αυτόν τον συνδυασμό, που όταν πετυχαίνει δεν τον βρίσκει κανείς πουθενά αλλού. Αυτά που σε άλλες χώρες, όπως στην Αμερική, πλασάρονται ως σπουδαία, τα είχαμε στον τόπο μας δεκαετίες πριν. Δεν τα αποκαλούσαμε ούτε slow food ούτε farm to table, ήταν λαχανικά από τον μπαξέ και χαλαρός τρόπος ζωής.
Τώρα μπαίνουμε σε μια νέα φάση τουριστικής ανάπτυξης. Μετά την πανδημία ο παγκόσμιος τουρισμός αλλάζει. Φεύγει από το μαζικό, τη βαβούρα και το «βιομηχανικό» προϊόν. Η έμφαση είναι σε αξίες, αισθητική, δέσιμο με τη γη και την παράδοση κάθε χώρας. Ολα αυτά δηλαδή που τα έχουμε μέσα μας και ξέρει καλά να τα «πουλήσει» ο καλός μας εαυτός… Γιατί υπάρχει και ο άλλος… Της αρπαχτής, της έλλειψης κάθε ευαισθησίας, που ψάχνει να δει πώς θα βγάλει πέντε φράγκα πιο εύκολα και πιο γρήγορα. Τώρα πιέζεται βέβαια, γιατί μετά την πανδημία εκπροσωπεί ένα είδος που τείνει προς εξαφάνιση.
Είμαστε τυχεροί, γιατί παρά τη λαίλαπα της δεκαετίας του 1970 υπάρχουν μέρη που γλίτωσαν από την άναρχη δόμηση και τον τουρισμό του πακέτου. Κάποιοι προορισμοί είναι σχεδόν χαμένοι και δύσκολα μπορούν να αλλάξουν ρότα. Κάποιοι βρίσκονται στο μεταίχμιο, γιατί οι πιέσεις που δέχονται μπορεί να τους οδηγήσουν σε αμαρτίες που δεν θα διορθώνονται. Υπάρχουν τα πολλά θετικά παραδείγματα σε όλη τη χώρα που δείχνουν ότι, ναι, μπορούμε να κερδίσουμε το νέο στοίχημα. Από τα «rooms to let» πηγαίνουμε στα ξενοδοχεία που σέβονται το περιβάλλον και δένουν με την παράδοση γύρω τους. Τοπικοί συνεταιρισμοί κάνουν θαύματα. Νέα παιδιά ανακαλύπτουν και βγάζουν χρήματα από τα μονοπάτια στα οποία περπατούσαν οι προπαππούδες τους. Οινοποιοί σε όλη τη χώρα κάνουν εξαιρετικά ποιοτική δουλειά και δημιουργούν ένα ακόμη ελληνικό brand.
Χρειάζεται προσπάθεια και επιμονή, ασφαλώς, γιατί ο ποιοτικός τουρισμός –σε αντίθεση με τον τουρισμό της αρπαχτής– είναι μαραθώνιος, όχι κατοστάρι. Θέλει χρόνο και επιμονή για να φέρει αποτελέσματα. Σίγουρα έχουμε ανάγκη περισσότερους εκπαιδευμένους επαγγελματίες στη μοναδική τουριστική χώρα που δεν κατάφερε να φτιάξει σχολές τουριστικών επαγγελμάτων κάποιου στοιχειώδους επιπέδου.
Είμαι όμως αισιόδοξος. Η Ελλάδα γίνεται μόδα και πάλι. Οχι μόνο για τον σερβιτόρο που φωνάζει «όπα», ούτε για το φλαμπέ σαγανάκι. Υπάρχει άλλωστε μια «μυστική» συνταγή. Ο ήλιος, μαζί με τον χαλαρό και ενίοτε «τρελό» χαρακτήρα μας, καταφέρνει να «συγχωρεί και να σβήνει» τα πάντα.