Γράφει ο Αλέξης Παπαχελάς
Δύο «κόσμοι» συγκρούονται με επίκεντρο την εκπαίδευση. Δεν συμβαίνει μόνο τώρα, είναι κάτι που έχουμε ξαναζήσει στην ελληνική κοινωνία πριν από 40 χρόνια. Και όπως πάντα, αυτές οι συγκρούσεις περνούν από διάφορους κύκλους. Οι οπαδοί της μιας άποψης θέλουν να κατεβάσουν όσο πιο χαμηλά μπορούν τον ελάχιστο κοινό παρονομαστή. Θεωρούν την αξιολόγηση ανάθεμα, αντιμετωπίζουν την εκπαίδευση σαν μια κλασική δημόσια υπηρεσία παλαιού τύπου και δίνουν μάχη για να μην αλλάξει το στάτους κβο. Κάποια στιγμή κατάφεραν να επιβάλουν τον ζουρλομανδύα της μετριοκρατίας και της ισοπέδωσης και στην ιδιωτική εκπαίδευση, απαγορεύοντας σχεδόν την αξιολόγηση ή την απόλυση ανεπαρκών καθηγητών. Μέσα στο τσουνάμι έγιναν εγκλήματα. Καταργήθηκαν, για παράδειγμα, τα Πειραματικά και Πρότυπα Σχολεία με το παράλογο επιχείρημα ότι εντείνουν τις ανισότητες. Ποια; Τα δημόσια σχολεία που ενθάρρυναν τα παιδιά που δεν είχαν τα μέσα να πάνε σε ιδιωτικό σχολείο να αναπτύξουν τις ικανότητές τους και να διαπρέψουν. Δεν έπρεπε όμως τίποτα να ξεχωρίζει.
Το τσουνάμι του λαϊκισμού δεν άφησε τίποτε ανέπαφο στην εκπαίδευση. Ακόμη και ιδιωτικά σχολεία με μεγάλη παράδοση κατρακύλησαν στο μονοπάτι της ρουσφετολογίας, των συμβιβασμών και της μετριότητας. Ο λαϊκισμός βρήκε το ταίρι του στον νεοελληνικό νεοπλουτισμό της αρπαχτής. Και οι δύο μαζί γκρέμισαν ό,τι χτιζόταν επί δεκαετίες, με μανία.
Οι κοινωνίες προχωρούν, αλλάζουν. Προφανώς. Κανείς δεν νοσταλγεί τον δάσκαλο με τον χάρακα και το εκκρεμές που έπρεπε να πάει από την άλλη μπάντα για να ξαναέλθει κάποια ώρα στο κέντρο.
Μόνο που χάσαμε πολλά, για πάρα πολλά χρόνια. Γενιές μαθητών έχουν βγει από το εκπαιδευτικό σύστημα με έναν καταστροφικό συνδυασμό ανέφικτων προσδοκιών και πολύ χαμηλών δεξιοτήτων για τις ανάγκες της εποχής μας. Είναι άδικο για τα ίδια τα παιδιά.
Τώρα κάτι φαίνεται να αλλάζει. Προχωράμε βήματα μπροστά, έστω και με συμβιβασμούς, ενίοτε και με ημίμετρα. Η Ελλάδα δεν θα ξεκολλήσει ποτέ αν δεν βελτιώσει την εκπαίδευση των παιδιών της. Οι οπαδοί του βολέματος δίνουν τις μάχες τους. Πολιτικά τους βολεύει να μην αλλάξει τίποτα. Από τη μία, προστατεύουν τους «πελάτες» τους που τρέμουν την αξιολόγηση και τον ανταγωνισμό. Από την άλλη, διασφαλίζουν την παραγωγή εν δυνάμει οργισμένων «πελατών», νέων ανθρώπων που –χωρίς να φταίνε σε τίποτα– βγαίνουν στη ζωή με ελάχιστα εφόδια και πολλές ψευδαισθήσεις.
Είναι μια κρίσιμη μάχη αυτή που βρίσκεται σε εξέλιξη. Δεν πρέπει να χαθεί στην πράξη, στην υλοποίηση των όποιων μεταρρυθμίσεων. Δεν αντέχουμε να χάσουμε άλλα δέκα, είκοσι χρόνια…