Γράφει ο Αλέξης Παπαχελάς
Μία φορά γιόρτασε η πατρίδα μας τα 200 χρόνια της. Θα ήλπιζε κανείς ότι για 24 ώρες θα υπήρχε μια άτυπη εκεχειρία. Στο βρισίδι και στον διχασμό. Ακόμη και στους πολέμους οι εχθροί σέβονται τις μεγάλες γιορτές. Ομως όχι. Κάποιοι στάθηκαν αντάξιοι μιας μακράς παράδοσης, που θέλει τον διχασμό κομμάτι του DNA μας. Στα όνειρά τους ντύνονται Κολοκοτρώνηδες, Βελουχιώτηδες, ό,τι να ’ναι. Ψαρεύουν στα θολά νερά μιας εξαιρετικά ταλαιπωρημένης κοινωνίας, που έχει φθάσει στα απόλυτα όριά της με την πανδημία. Και ήταν κακή, πολύ κακή, σύμπτωση ότι τα 200 χρόνια μας συνέπεσαν με αυτήν την πρωτόγνωρη κρίση. Πολύς κόσμος δεν ήθελε καν παράτες τώρα.
Οσο θυμωμένος και αν είναι αυτός ο λαός όμως, όσο και να μην ανέχεται μισό στραβοπάτημα από τους ηγέτες του, μοιράζεται κάποιες αξίες που μένουν εκεί, βρέξει – χιονίσει. Κανείς δεν θα τον κάνει να νιώσει άσχημα ή να ζητήσει συγγνώμη επειδή συγκινείται αντικρίζοντας την ελληνική σημαία ή ακούγοντας το βαρύ περπάτημα των ευζώνων. Αριστερός, δεξιός, κεντρώος, τα νιώθει αυτά σαν στοιχεία της ταυτότητάς του. Οποιος θέλει να του βάλει την ταμπέλα του χουντικού ή του φασίστα σπέρνει σε χωράφι που δεν τον σηκώνει αυτόν τον σπόρο. Κάποιοι εξυπνάκηδες μπερδεύουν τον υπερεπικοινωνιακό ναρκισσισμό τους με τα λάβαρα της Επανάστασης.
Εχουμε μπει σε μια επικίνδυνη περίοδο.
Τα χρόνια της Μεταπολίτευσης πήραμε –υποτίθεται– το μάθημά μας. Είχαμε αποφασίσει όλοι μαζί ως έθνος να θάψουμε τα μαχαίρια και τους δαίμονες του παρελθόντος. Τώρα κάποιοι τα ξεθάβουν και με τρόπο χουλιγκανικό κάνουν φασαρία. Ο κίνδυνος είναι να μας κάνουν όλους χούλιγκαν. Γιατί, πια, στον νέο δημόσιο διάλογο δεν ακούγεται παρά όποιος βρίζει, λασπώνει, φτύνει. Ο κίνδυνος είναι οι ακρότητες να μας πάνε όλους στα άκρα. Το νιώθω ήδη γύρω μου. Ανθρωποι ήρεμοι και συνετοί αρχίζουν να εκφράζονται με οργή και να μετακινούνται πολιτικά προς τα άκρα. Σε ένα «γήπεδο» όπου όλοι φέρονται σαν χούλιγκαν, είτε συμπεριφέρεσαι με τον ίδιο τρόπο είτε απλά δεν πας.
Το να μείνεις μακριά από το γήπεδο δεν είναι λύση, προφανώς. Θα υπερασπιστούμε αυτά που πιστεύουμε και τα αυτονόητα, τα ιστορικά και τα αξιακά. Θέλουμε μια μοντέρνα κοινωνία, με σεβασμό στη διαφορετικότητα, και το νεωτερικό μπολιασμένο με την παράδοσή μας.
Οι συνεχιστές του ηρωισμού της Επανάστασης είναι οι φύλακες των συνόρων μας, οι γιατροί και οι νοσηλευτές που φυλάνε Θερμοπύλες κάθε νύχτα, οι άνδρες των Ενόπλων Δυνάμεων που τα δίνουν και αυτοί όλα με ελάχιστη ανταμοιβή, οι επιχειρηματίες που στάθηκαν όρθιοι παρά την κρίση και την πανδημία, τα παιδιά των νεοφυών επιχειρήσεων που θα βοηθήσουν να απαλλαγεί ο τόπος από το χρέος και τη μιζέρια. Αυτά για τώρα. Οσο για την Ιστορία μας, είμαστε τυχεροί γιατί βρεθήκαμε στη σωστή πλευρά της κατά τον αγώνα της Ανεξαρτησίας, στις αρχές του 20ού αιώνα, όταν η Ελλάδα μεγάλωσε θεαματικά, το 1944, όταν η Ελλάδα απέφυγε να γίνει Βουλγαρία, το 1979, όταν μπήκαμε στον στενό πυρήνα της Ευρώπης.
Κανείς δεν είχε την πρόθεση να ξεκινήσει μεταχρονολογημένους, ανιστόρητους και μοιραίους καβγάδες. Τα είχαμε λύσει αυτά τα υπαρξιακά ζητήματα προ πολλών ετών. Αλλά δεν μπορούμε και να είμαστε δέσμιοι μιας κακώς εννοούμενης ευπρέπειας και ενοχικών συμπλεγμάτων που έχουν απαντηθεί εξαντλητικά. Φτάνει.