Γράφει ο Αλέξης Παπαχελάς
Σε πρόσφατη συζήτηση τέθηκε στο τραπέζι το ερώτημα: «γιατί οι Ελληνες δεν λειτουργούν σαν τους Εβραίους, γιατί η Ελλάδα δεν είναι Ισραήλ;». Η απάντηση δεν είναι εύκολη. Ισως γιατί οι ομοιότητες είναι πάμπολλες, αλλά οι διαφορές θεαματικές. Είμαστε και οι δύο λαοί με μακρά ιστορία, που θεωρούμε μάλιστα ότι είμαστε έθνη ανάδελφα. Εχουμε μια λαμπρή διασπορά που διαπρέπει σε όλο τον κόσμο και ξεχωρίζει με τις επιδόσεις της στον επιστημονικό και ακαδημαϊκό κόσμο, στις τέχνες, στην επιχειρηματικότητα. Ελλάδα και Ισραήλ είναι επίσης μικρές χώρες, που έχουν όμως παγκόσμια ακτινοβολία, στρατηγική σημασία και επιρροή πολλαπλώς μεγαλύτερη του μεγέθους τους.
Κάπου εκεί σταματούν οι ομοιότητες και αρχίζουν οι διαφορές. Η εβραϊκή διασπορά έχει οργανωθεί με έναν μοναδικό τρόπο, που της επιτρέπει να παρεμβαίνει σε κρίσιμες στιγμές αποτελεσματικά, τόσο στις ΗΠΑ όσο και σε άλλες χώρες. Καμία σχέση με την ελληνική διασπορά, με ελάχιστες –δυστυχώς– εξαιρέσεις. Το Ισραήλ έχει αφομοιώσει στην καθημερινότητά του και την επιχειρηματική του κουλτούρα, την άμυνα και την ασφάλεια. Καμία σχέση με την Ελλάδα. Το Ισραήλ χρησιμοποίησε τη διασπορά του για να δημιουργήσει μία από τις πιο πρωτοποριακές και δυναμικές κοινότητες νεοφυών επιχειρήσεων. Η Ελλάδα βρίσκεται ακόμη πολύ πίσω σε αυτόν τον τομέα.
Το ερώτημα είναι γιατί; Δεν είμαστε λιγότερο έξυπνοι, δημιουργικοί ή υπερήφανοι. Ούτε μπορεί κανείς να πιστέψει ότι κάποιο συστατικό στο εβραϊκό DNA είναι τόσο διαφορετικό από το δικό μας.
Μετά την απειλή του 1974, η διασπορά κινητοποιήθηκε και στη συνέχεια την ξεχάσαμε ή την αντιμετωπίζαμε σαν κομματική πελατεία.
Σκέφθηκα ότι ίσως η απάντηση να βρίσκεται στο γεγονός πως εμείς δεν νιώσαμε ποτέ στο πετσί μας ως έθνος την απειλή του αφανισμού. Οταν τη νιώσεις, προφανώς μεταλλάσσεσαι σαν έθνος και προσαρμόζεις τη συμπεριφορά σου, στήνεις το κράτος σου διαφορετικά. Σοβαρεύεσαι, υποτάσσεις τα ελάσσονα στα μείζονα, βάζεις στόχους, γίνεσαι έθνος φιλόδοξο.
Στην Ιστορία μας νιώσαμε τέτοιες προκλήσεις και ανταποκριθήκαμε στις περιστάσεις· τις καταστροφές ακολούθησαν οι θρίαμβοι, όπως θα έγραφε ο Στάθης Καλύβας.
Την τελευταία φορά που νιώσαμε, όμως, έντονα απειλή ήταν το 1974. Αντί ωστόσο να σοβαρευτούμε, χαλαρώσαμε. Η ιδέα μιας συνέργειας πανεπιστημίων και Ενόπλων Δυνάμεων ήταν ανάθεμα. Η διασπορά κινητοποιήθηκε και μετά την ξεχάσαμε ή την αντιμετωπίζαμε σαν κομματική πελατεία. Το σαράκι του ρουσφετιού και της πολιτικοποίησης των πάντων ροκάνισε τους θεμελιώδεις αρμούς του κράτους. Κτίστηκαν καριέρες με μεγάλα λόγια, ενίοτε και με μίζες. Δεν δίναμε την εικόνα ενός έθνους ή κράτους που παίρνει στα σοβαρά κάποια απειλή.
Τώρα σοβαρευόμαστε. Και αυτό είναι πολύ θετικό, έστω και αν αργήσαμε, έστω και αν έχουμε πολύ δρόμο να καλύψουμε έως ότου αυξηθούν οι ομοιότητες με το έτερο ανάδελφο έθνος…