Γράφει ο Μπάμπης Παπαδημητρίου
Ηεκτίμηση, εξαιρετικά διαδεδομένη σε ορισμένους κύκλους, ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι η μόνη ρεαλιστική λύση, αλλά ότι αυτό οφείλεται στη «έλλειψη αντιπολιτεύσεως» είναι λανθασμένη.
Μπορεί, δημοσκοπικά βεβαίως, το κόμμα του πρωθυπουργού να μη βλέπει την αυτοδυναμία, αλλά ο ίδιος, στις ίδιες δημοσκοπήσεις, στέκει μια χαρά στα πόδια του.
Είναι αλήθεια ότι πέρασε μια καθόλου μικρή κρίση. Διπλή μάλιστα. Προφανώς, οι κακοί χειρισμοί που έγιναν γύρω από την υπόθεση των Τεμπών, την ευθύνη των οποίων έχει σε σημαντικό βαθμό ο ίδιος, κόστισαν στο κύρος της πρωθυπουργίας. Δημιούργησαν έλλειψη εμπιστοσύνης στις ικανότητες διακυβέρνησης, ψυχική αναστάτωση και απομάκρυνση εκ μέρους πολλών πολιτών που τον υποστηρίζουν στις μεγάλες και καθοριστικές αναμετρήσεις, ενώ προσέφεραν τέλειο έδαφος για την τοποθέτηση συνωμοτικών σεναρίων.
Εξίσου προφανές είναι ότι στους διαδρόμους της εξουσίας αναπτύχθηκε εντονότατη κριτική, με αφορμή, μόνον, την υπόθεση των Τεμπών. Η οποία πάντως δεν εκδηλώθηκε, πλην της κρίσης που προκάλεσε η ομιλία Σαμαρά, αδίκως. Ούτε άλλωστε καταγράφεται στις δημοσκοπήσεις. Η πλευρά όσων σκέφτονται ότι θα χρειαστεί, κάποια στιγμή, να αμφισβητήσουν ανοικτά τον κ. Μητσοτάκη, δε διαθέτει βαρύτητα και, το σπουδαιότερο, δεν έχει «πρόσωπο». Η αλλαγή ηγεσίας εν κινήσει απέτυχε όπως αποτυγχάνει ένα πραξικόπημα αν συλληφθούν εγκαίρως οι πραξικοπηματίες.
Αν κανείς διαβάσει προσεκτικά τα αναλυτικά στοιχεία μια σωστής δημοσκόπησης, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι πολίτες, που γνωρίζουν πλέον να «κατευθύνουν» τους δημοσκόπους όπως άλλωστε και οι τελευταίοι γνωρίζουν να «διαβάζουν» τους πολίτες, διαθέτουν ορθολογική ιεράρχηση των προτεραιοτήτων τους. Διατηρούν ωστόσο συγκεχυμένες παραστάσεις για το διεθνές περιβάλλον εντός του οποίου κινείται η χώρα, τις δυνατότητες της πραγματικής οικονομίας και τις προκλήσεις της διακυβέρνησης.
Η διακυβέρνηση Μητσοτάκη συνεχίζει να κυριαρχεί στο ικανοποιητικά στο πολιτικό κέντρο, κεντροδεξιά περισσότερο και δεξιά επαρκώς, ανεξάρτητα από κομματική προτίμηση. Αξιολογείται όμως επαρκέστατα θετικώς μεταξύ όσων τοποθετούνται στον χώρο της ΝΔ και επαρκώς μεταξύ όσων επιλέγουν ΠΑΣΟΚ, Πλεύση ή Νίκη. Στην ερώτηση της Opinion Poll για την «αξιολόγηση ανεξαρτήτως ψήφου» η κυβέρνηση Μητσοτάκη ικανοποιεί το 36% όσων απάντησαν. Αν το ποσοστό αυτό φτάσει στην κάλπη, η συνέχεια είναι γνωστή και το ερώτημα της αυτοδυναμίας απαντιέται.
Το μεγάλο ατού της κυβέρνησης Μητσοτάκη είναι ότι διατηρεί σταθερά τα ερείσματά της μεταξύ των ψηφοφόρων της ΝΔ. Όσοι τοποθετούνται σε αυτό τον χώρο κρίνουν θετικά τη βελτίωση των μισθών των ενστόλων (88%), την οικονομική στήριξη συνταξιούχων και ΑμεΑ (87%), το δόγμα στρατιωτικής οχύρωσης (85%), την αύξηση του κατώτατου μισθού (84%), την επιστροφή ενός ενοικίου (83%), τις νέες προσπάθειες να διορθωθεί ο σιδηρόδρομος (82%) αλλά και τη δημοσίευση του θαλάσσιου χωροταξικού χάρτη (81%).
Επομένως, η άποψη ότι ο Μητσοτάκης παραμένει ισχυρός επειδή δεν υπάρχει αντιπολίτευση, ενώ ακούγεται αυτονοήτως λογική, δεν εξηγεί ότι η πραγματική δύναμη της κυβέρνησης εξηγείται από τη διατηρήσιμη αποδοχή της μεταξύ όσων την υπερψήφισαν το 2023, ανεξαρτήτως της απάντησης που δίνουν σε ό,τι αφορά τις παρούσες προθέσεις εκτιμήσεις τους.
Το άλλο μεγάλο ατού Μητσοτάκη είναι η προτίμηση για τη «διασφάλιση πολιτικής σταθερότητας στη χώρα αυτήν την εποχή των διεθνών αναταράξεων», για να επαναλάβω το ερώτημα της έρευνας που οργάνωσε ο Ζαχαρίας Ζούπης. Η απάντηση ότι η σταθερότητα είναι «πολύ σημαντική» βρίσκεται στο 69% μεταξύ όσων προτιμούν τη ΝΔ, αλλά και σε εκείνους που προτιμούν Νίκη (59%) και ακολουθούν οι του ΚΚΕ (45%), του ΠΑΣΟΚ (44%), της Πλεύσης (43%), του Σύριζα (38%) και της Λύσης (34,5%). Αν προσθέσουμε και όσους απαντούν «αρκετά σημαντική», τότε 3 στους 4 πολίτες δίνουν υψηλή προτεραιότητα στη διασφάλιση κυβερνητικής σταθερότητας.
Τρίτο (αλλά τρίτο) ατού είναι η πολυδιάσπαση και η χαμηλή εκτίμηση των πολιτών για τις αντιπολιτεύσεις. Η δημοσκοπική εκτόξευση της Πλεύσης δε διορθώνει καθόλου αυτή την εικόνα, δεδομένου ότι πρόκειται για μια ακραία, προσωποπαγή, αυταρχική και κραυγαλέα «αντιπολίτευση», που δύσκολα μπορεί να διεκδικήσει κυβερνητικές ικανότητες. Παρά ταύτα, ένα σημαντικό μερίδιο θεωρούν την κυρία Κωνσταντοπούλου ως «καταλληλότερη» ακόμη και για πρωθυπουργία. Αυτό ισχύει, λαμβάνοντας υπόψη την κομματική προτίμηση, για το 20% όσων επιλέγουν Σύριζα, 19% στη Λύση, 14% στη Νίκη και 11% στο ΚΚΕ. Μόνον στο ΠΑΣΟΚ και στη ΝΔ είναι ελάχιστη η αποδοχή της αρχηγού σε ρόλο αρχηγού του κράτους.
Υπάρχει ένα διπλό πρόβλημα στην αντιπολίτευση. Πρώτον, ο Σύριζα είναι διαλυμένος και η προοπτική επανόδου του Αλέξη Τσίπρα παραμένει αναιμική. Δεύτερον -και πιο σοβαρό- είναι ότι το 60% μεταξύ όσων επιλέγουν ΠΑΣΟΚ στην κάλπη, δε θεωρούν κατάλληλο για πρωθυπουργό τον Νίκο Ανδρουλάκη.
Συμπέρασμα: αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, μετά από όσα είδαμε στις δημοσκοπήσεις αλλά και όσα καθημερινώς παρακολουθούμε, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει τα χαρτιά, που θα έλεγε και ο πρόεδρος Τραμπ.