Γράφει ο Γιώργος Παπαχρήστος
O Πεπ Γκουαρντιόλα είναι ένας Ισπανός προπονητής, ίσως ο καλύτερος παγκοσμίως αυτή την περίοδο. Εφέτος, πέτυχε ένα σημαντικό, για τα ποδοσφαιρικά χρονικά, επίτευγμα: κατέκτησε με την ομάδα του, τη Μάντσεστερ Σίτι, το περίφημο «τρεμπλ», που μεταφράζεται στην κατάκτηση του πρωταθλήματος και του Κυπέλλου Αγγλίας, καθώς και του κορυφαίου ευρωπαϊκού θεσμού, του Champions League. Ο Πεπ Γκουαρντιόλα είναι ένα σπάνιο ταλέντο και μια σπουδαία προσωπικότητα, της οποίας το εύρος υπερβαίνει τα στενά όρια του ποδοσφαίρου.
Είναι αυτός, που πρόσφατα είχε δηλώσει ότι «όταν κερδίζεις, πρέπει να γιορτάζεις αρκετά και ιδιωτικά, και όταν χάνεις, μπορείς να κλάψεις λίγο και να επιστρέψεις την επόμενη μέρα. Αυτός είναι ο αθλητισμός. Δεν αποτυγχάνεις. Οταν προσπαθείς, δεν αποτυγχάνεις».
Ο Αλέξης Τσίπρας είναι λάτρης του ποδοσφαίρου. Οπαδός του Παναθηναϊκού και της Μπαρτσελόνα, μιας ομάδας που μεγαλούργησε υπό τις οδηγίες του Γκουαρντιόλα πριν μερικά χρόνια, φάνηκε ως προχθές Πέμπτη να εντάσσει αυτή την περίοδο τον εαυτό του στο πλαίσιο του προαναφερόμενου αφορισμού του Ισπανού προπονητή. Τι κι αν «μετρούσε» ήδη έξι σαρωτικές ήττες στις κάλπες; Τι κι αν άλλοι «συνάδελφοί» του στην πολιτική (από τον Κ. Καραμανλή ως τον Αντ. Σαμαρά και από τον Ευ. Μεϊμαράκη ως τον Γ. Παπανδρέου και τον Ευ. Βενιζέλο) είχαν κινήσει διαδικασίες για τη διαδοχή τους, εκόντες-άκοντες, μετά από μία, μόνο, ήττα; Για όσους βρίσκονταν γύρω από τον Αλ. Τσίπρα (και τον πίεζαν σχετικά) αυτά ήταν διαδικασίες που αφορούν «αστικά», αρχηγικού τύπου, κόμματα.
Οτι ο Αλέξης Τσίπρας τους διέψευσε όλους, παραιτούμενος, είναι μια θαυμάσια εξέλιξη. Κυρίως για τον ίδιο. Που είναι ένας νέος άνθρωπος, έχει μπροστά του πάνω από 20 χρόνια προοπτικής δράσης στην πολιτική, αλλά υπό τον απαράβατο όρο ότι πρέπει να αλλάξει. Σε όλα.
Ο Πεπ Γκουαρντιόλα έχει πει άλλωστε και κάτι ακόμη, εν όψει ενός κρίσιμου αγώνα που θα έδινε η ομάδα του: «Ξέρουμε ότι πρέπει να κερδίσουμε. Θέλουμε να κερδίσουμε με οποιοδήποτε κόστος. Ωστόσο, είναι ένα άθλημα, οπότε ξέρουμε ότι μπορεί και να χάσουμε».
Για τον ΣΥΡΙΖΑ και τον έως την Πέμπτη επικεφαλής του, θεωρήματα όπως αυτά του Γκουαρντιόλα μεταβάλλονταν σε πολιτική πρακτική, και οι συντριπτικές ήττες δεν αποτελούσαν λόγο για να πάρει το καπελάκι του και να αποχωρήσει από τη δρώσα πολιτική. Διότι απλά συνέβησαν.
Ευτυχώς γι’ αυτόν, επειδή ουδείς τολμούσε να του το πει, αντιλήφθηκε έστω και αργά ότι «με τον Τσίπρα, δεν πρόκειται να κερδίσει ποτέ ξανά ο ΣΥΡΙΖΑ». Εφυγε, μπροστά στον κίνδυνο να διασυρθεί εντελώς, επιστρέφοντας ο ίδιος, πάλι κρατώντας το από το χέρι, το κόμμα στα πέτρινα χρόνια του 3%…
Δεν γνωρίζουμε ακόμη ποιοι τον «βοήθησαν» να πάρει την καταλυτική απόφαση της αποχώρησης. Ποιοι τον «στήριξαν» να δει τη σκληρή πραγματικότητα, που δεν μπορεί να την παραγνωρίσει τίποτε και κανείς: ότι ήταν πλέον ένα εντελώς φθαρμένο, πολυκαιρισμένο προϊόν. Ο «αρχαιότερος» των πολιτικών αρχηγών, ο οποίος στα 16 χρόνια της παρουσίας του στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ και στο πολιτικό προσκήνιο, τα είχε πει όλα. Δεν είχε τίποτε να προσθέσει, δεν είχε όραμα για τη χώρα και όπως αποδείχθηκε από την ολωσδιόλου καταστροφική καμπάνια που έκανε για τις δύο εφετινές εκλογικές αναμετρήσεις, είχε πλέον χάσει κάθε επαφή με την πολιτική πραγματικότητα. Ακόμη και ο Γκουαρντιόλα, στην περίπτωσή του, θα σήκωνε τα χέρια…