Γράφει ο Τάσος Παππάς
Στις 18 Οκτωβρίου 1981 το ΠΑΣΟΚ, μόλις επτά χρόνια μετά την εμφάνισή του στην πολιτική σκηνή, πέτυχε εκλογικό θρίαμβο και σχημάτισε αυτοδύναμη κυβέρνηση. Για πολλούς αυτή είναι η στιγμή της μεταπολίτευσης, της ουσιαστικής μεταπολίτευσης, με την έννοια ότι πρώτη φορά μετά τη λήξη του εμφυλίου δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις για τη μακροημέρευση μιας μη δεξιάς κυβέρνησης. Είχαν προηγηθεί οι κυβερνήσεις Πλαστήρα και η κυβέρνηση της Ενωσης Κέντρου του Γεωργίου Παπανδρέου που ήταν όμως βραχύβιες, με την κυβέρνηση Παπανδρέου να ανατρέπεται (αποστασία 1965), εξέλιξη που προκάλεσε ανώμαλες καταστάσεις με τελική κατάληξη τη χούντα των συνταγματαρχών, η οποία πρόλαβε τη χούντα των στρατηγών που ήταν στα σκαριά.
Βεβαίως κόμματα και ιστορικοί θεωρούν ότι η μεταπολίτευση άρχισε το 1974 με την πτώση της δικτατορίας και την επιστροφή στα πράγματα του πολιτικού προσωπικού που είχε διοικήσει τη χώρα πριν από την επέλαση των επίορκων αξιωματικών. Στο πρώτο στάδιο είχαμε κυβέρνηση εθνικής ενότητας (χωρίς τη συμμετοχή της ιστορικής Αριστεράς) και στη συνέχεια ύστερα από εκλογές (1974, 1977), κυβερνήσεις της Νέας Δημοκρατίας του Κωνσταντίνου Καραμανλή και του Γεωργίου Ράλλη που κράτησαν μέχρι το 1981.
Με την αποκατάσταση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, το 1974, καταργήθηκαν οι νόμοι της χούντας (όχι αμέσως και όχι όλοι), η αποχουντοποίηση ξεκίνησε αλλά δεν ολοκληρώθηκε, οι πρωταίτιοι τιμωρήθηκαν (κάποιοι παραδειγματικά, κάποιοι έπεσαν στα μαλακά), νομιμοποιήθηκαν -δεν γινόταν κι αλλιώς- τα δυο κομμουνιστικά κόμματα (ΚΚΕ, ΚΚΕ εσωτερικού), γλιτώσαμε από τα Ανάκτορα με το δημοψήφισμα, περιορίστηκαν αλλά δεν εξαφανίστηκαν τα φαινόμενα του κρατικού αυταρχισμού (σε κάποιες φάσεις είχαμε έξαρση που θύμιζε τη μετεμφυλιακή περίοδο), οι μηχανισμοί καταστολής ήταν λιγότερο προκλητικοί (δεν σταμάτησαν πάντως να είναι το σιδερένιο χέρι της συντηρητικής κυβέρνησης), ο Στρατός που μέχρι τότε παρουσιαζόταν ως ο θεματοφύλακας του συστήματος εγκατέλειψε την ιδέα της παρέμβασης εναντίον του εσωτερικού εχθρού, όποτε αυτός και οι λεγόμενοι σύμμαχοι μας έκριναν (τέτοιες απόψεις στο εσωτερικό του ηττήθηκαν, αλλά επιβίωσαν για μερικά χρόνια).
Οι παρακολουθήσεις και τα φακελώματα των ανυπάκουων πολιτών συνεχίστηκαν αλλά γίνονταν με πιο διακριτικό τρόπο, ο χυδαίος αντικομμουνισμός που τον είχαν υπηρετήσει με συνέπεια η κοινοβουλευτική Δεξιά μετά τον εμφύλιο και οι δικτάτορες έχασε την ορμή του, χωρίς ωστόσο να περάσει στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας, αφού ορισμένα πρωτοκλασάτα στελέχη της Δεξιάς, μηδέ του επικεφαλής της εξαιρουμένου, εξακολουθούσαν να μιλούν για τον από Βορρά κίνδυνο και να επισείουν ως φόβητρο την κομμουνιστική απειλή προειδοποιώντας τους νοικοκυραίους να προσέξουν και να μην παρασυρθούν από τις διακηρύξεις της Αριστεράς και του νέου επίφοβου αντιπάλου, του ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου, το οποίο ο ιδρυτής της Νέας Δημοκρατίας είχε χαρακτηρίσει «Αριστερά της Αριστεράς», δίνοντάς του (άθελά του μάλλον) το διαβατήριο για να ταξιδέψει στην επικράτεια της ιστορικής Αριστεράς και να λεηλατήσει ακόπως την πραμάτεια της.
Από το 1981 και μετά στο πεδίο της δημοκρατίας έγιναν πολλές αλλαγές. Ακόμη και η κομμουνιστική Αριστερά δεν έχει να προσάψει κάτι σοβαρό στην πρώτη κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ. Ισως την ατολμία του να αναλάβει πιο ριζοσπαστικές πρωτοβουλίες στα θέματα της δημοκρατικής λειτουργίας και των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Η Δεξιά δυσφόρησε με τις μεταρρυθμίσεις του ΠΑΣΟΚ στο θεσμικό πεδίο, αλλά δεν βρήκε ευήκοα ώτα στο εθνικό ακροατήριο. Πολιτικές που θα μπορούσε να είχε προωθήσει η ίδια -το είχαν κάνει συγγενή κόμματα στη Δυτική Ευρώπη- τις χάρισε στο ΠΑΣΟΚ γιατί δεν κατάφερε να ξεπεράσει τις συντηρητικές εμμονές της, τον επιθετικό δογματισμό της και την αντίληψη ιδιοκτησίας του κράτους που αποτελεί συστατικό στοιχείο της ταυτότητάς της. Γι’ αυτό έχει βάση η θέση ότι χρονιά-ορόσημο της μεταπολίτευσης ήταν το 1981.
Ανάγωγα
Κάποιος πρέπει να πει στον Κυριάκο Μητσοτάκη ότι από τον Ιούλιο του 2019 είναι πρωθυπουργός και δεν μπορεί να συμπεριφέρεται σαν να είναι ακόμη αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης.