Άρθρο του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στην Athens Voice
για τον νέο νόμο για την επικουρική ασφάλιση, με τίτλο
«Μια ασφαλιστική μεταρρύθμιση για τους νέους»
Σε κάθε συνάντησή μου με εκπροσώπους της νέας γενιάς, αντιμετώπιζα μία μόνιμη καχυποψία όταν η κουβέντα έφτανε στη δουλειά που θα έκαναν και, κυρίως, στην επόμενη μέρα της. Οι περισσότεροι είχαν δει τις συντάξεις των παππούδων τους να μειώνονται. Σχεδόν όλοι πίστευαν πως οι ίδιοι δεν θα πάρουν σύνταξη. Και, βέβαια, σε κανέναν δεν αρκούσαν τα λόγια. Περίμεναν πράξεις.
Είναι φυσικό, βεβαίως, στο ξεκίνημα μιας επαγγελματικής διαδρομής, η σύνταξη να μοιάζει κάτι μακρινό. Ανεξάρτητα από αυτό, όμως, ένα ήταν το συμπέρασμα: εκείνη η νεανική καχυποψία είχε βάση. Γιατί, πράγματι, το πολιτικό σύστημα έδειχνε με κάθε τρόπο ότι αδυνατούσε να θωρακίσει το μέλλον όσων βρίσκονταν στην αρχή μιας καριέρας. Ενώ, επί δεκαετίες, δεν έδειχνε την τόλμη να αλλάξει τα κακώς κείμενα.
Ε, λοιπόν, το ασφαλιστικό νομοσχέδιο που μόλις ψηφίστηκε φιλοδοξεί να απαντήσει στις βάσιμες επιφυλάξεις όσων κάνουν τα πρώτα τους επαγγελματικά βήματα. Να άρει τις αμφιβολίες τους πριν αυτές τους οδηγήσουν στη «μαύρη» ή στην «γκρίζα» απασχόληση. Και, επιτέλους, να αποδείξει ότι «τίποτα δεν πάει χαμένο». Ότι, δηλαδή, Πολιτεία και ασφαλισμένοι μπορούν να ευημερούν, βαδίζοντας μαζί.
Το νέο πλαίσιο έχει καθαρούς κανόνες και δεν κρύβει ότι φτιάχτηκε για τους νέους και το μέλλον τους. Έτσι, προβλέπει ότι κάθε καινούργιος ασφαλισμένος θα έχει τον δικό του ατομικό κουμπαρά με τις προβλεπόμενες ασφαλιστικές κρατήσεις από την αμοιβή του. Θα μπορεί να τον παρακολουθεί online, ανά πάσα στιγμή. Αλλά θα έχει λόγο και στη διαχείριση του ποσού των εισφορών του, ώστε αυτό να μεγεθύνεται.
Με άλλα λόγια, στο εξής, ο κάθε εργαζόμενος θα ξέρει ότι στο τέλος του εργασιακού του βίου θα έχει εξασφαλισμένα τα χρήματα που, στο μεταξύ, έχει καταθέσει μαζί με όλα τα επιπλέον κέρδη από την ασφαλή επένδυσή τους. Έτσι, θα είναι ο ίδιος εκείνος που θα καθορίζει το ύψος της σύνταξής του και όχι κάποια αυθαίρετη και συνήθως ισοπεδωτική πολιτική απόφαση. Ένα σύστημα σαφές και διαφανές.
Σήμερα, η μηνιαία επικουρική σύνταξη εργαζόμενου με τον κατώτατο μισθό των 650 ευρώ και 40 χρόνια ασφάλισης, είναι 153 ευρώ. Με τη νέα μέθοδο, θα φθάσει τα 219 ευρώ. Θα αυξηθεί, δηλαδή, κατά 43%, σύμφωνα με τον μέσο όρο των συστημάτων των χωρών-μελών του ΟΟΣΑ. Μπορεί, μάλιστα, να αυξηθεί στα 257 ευρώ (+68%) εάν έχει αποδόσεις ίσες με τη μέση ετήσια απόδοση των αποθεματικών του ΕΦΚΑ.
Είναι καιρός να λεχθεί μία μεγάλη αλήθεια: το εξολοκλήρου διανεμητικό σύστημα λειτουργεί μόνον όταν πολλοί εργαζόμενοι χρηματοδοτούν με τις εισφορές τους τις αποδοχές λίγων συνταξιούχων. Αυτό ίσχυε παλιά, όχι τώρα. Γιατί η δημογραφική απειλή δεν επιτρέπει, πια, όλο και λιγότεροι εργαζόμενοι να χρηματοδοτούν όλο και περισσότερους συνταξιούχους. Κι όταν οι εισφορές απλώς αναδιανέμονται χωρίς να επενδύονται, οδηγούν στη μείωση της μέσης σύνταξης. Αυτό το σύστημα αλλάζει.
Δεν ανακαλύπτουμε την πυρίτιδα. Αλλά ευθυγραμμιζόμαστε με ό,τι ισχύει, εδώ και χρόνια, στην Ευρώπη. Το 55% των ασφαλισμένων στη Γερμανία, το 50% στο Βέλγιο και το 32% στη Γαλλία έχουν προαιρετική ιδιωτική κεφαλαιοποιητική ασφάλιση. Ενώ ας σημειωθεί ότι το 100% των Σουηδών και το 80% των Δανών ασφαλισμένων καλύπτονται από δημόσια υποχρεωτική κεφαλαιοποιητική ασφάλιση. Αυτός είναι ο δρόμος των χωρών με παράδοση στην κοινωνική προστασία. Κι αυτόν ακολουθούμε.
Υπάρχει, ωστόσο, και η άλλη πλευρά: Σημαντικό μέρος των αποταμιεύσεων που θα προκύπτουν θα επανεπενδύεται στην εθνική οικονομία και σε επενδύσεις οι οποίες θα επιταχύνουν την ανάπτυξη, δημιουργώντας καινούργιες και πιο καλοπληρωμένες δουλειές. Διπλό το όφελος, συνεπώς: Οι νέοι εργαζόμενοι θα πολλαπλασιάζουν τον δημόσιο πλούτο για να επιστρέψει σε αυτούς μέσω των αυξημένων συντάξεων.
Και κάτι ακόμη. Καθώς επένδυση σημαίνει και ρίσκο, στο νέο σύστημα υπάρχει ρητή εγγύηση του Δημοσίου περί «μη αρνητικής απόδοσης». Σε κάθε περίπτωση, δηλαδή, και ανεξάρτητα από τη συμπεριφορά των αγορών, καμία επικουρική σύνταξη δεν θα μπορεί να είναι χαμηλότερη από αυτήν που αντιστοιχεί στις εισφορές που θα έχουν καταβληθεί, συν τον πληθωρισμό. Αυτό σημαίνει ασφάλεια στην ασφάλιση.
Σημαίνει, όμως, και κοινωνική δικαιοσύνη. Γιατί αν μέχρι σήμερα μόνο οι οικονομικά ισχυρότεροι είχαν τη δυνατότητα για παράλληλη πρόσθετη επικουρική ασφάλιση, το δικαίωμα αυτό τώρα γενικεύεται. Και, μάλιστα, με τρόπο θεσμικό, οργανωμένο και διαφανή. Γιατί όλοι οι νέοι ασφαλισμένοι, πλέον, θα μπορούν να αποταμιεύουν, αλλά και να αυξάνουν τα ποσά των εισφορών τους, οι οποίες θα συσσωρεύονται.
Τέλος, οι συντάξεις των σημερινών μπαμπάδων ή μαμάδων, παππούδων ή γιαγιάδων δεν επηρεάζονται στο παραμικρό. Το όποιο λογικό δημοσιονομικό κόστος απαιτηθεί για τη μετάβαση στο νέο καθεστώς θα καλυφθεί από τον προϋπολογισμό. Και, έτσι, χωρίς να επιβαρυνθούν τα δεδομένα θεμέλια των παλιότερων γενεών, θα μπορεί να οικοδομηθεί με δυναμισμό η εξέλιξη των νεότερων.
Συμπέρασμα: Το νέο κεφαλαιοποιητικό ασφαλιστικό σύστημα σπάει τα δεσμά του παρελθόντος, απελευθερώνοντας τη δύναμη του αύριο. Γιατί στο εξής, κάθε νέος μας θα γνωρίζει ότι ο μόχθος του θα αποταμιευτεί έξυπνα και σωστά, διασφαλίζοντας το δικό του αύριο με ασφάλεια και σιγουριά. Δεν μπορούμε να αλλάξουμε το παρελθόν. Αλλά σίγουρα μπορούμε να κερδίσουμε το μέλλον. Και το μέλλον ανήκει στους νέους.