«Οι πρωτοφανείς συνθήκες που βιώνουμε ως συνέπεια της πανδημίας, πυροδοτούν μια ευρύτερη συζήτηση για θέματα που μέχρι πρότινος ήταν ταμπού» επισήμανε ο βουλευτής Μεσσηνίας και τομεάρχης Ανάπτυξης και Επενδύσεων του ΣΥΡΙΖΑ, Αλέξης Χαρίτσης, μιλώντας στο Thessaloniki Helexpo Forum και στο πλαίσιο των συζητήσεων «Ανάπτυξη και Βιομηχανία» και «Ιδιωτικές και Δημόσιες Επενδύσεις», τονίζοντας «τη σημασία που αποκτά η κρατική παρέμβαση στην οικονομία», «το ρόλο του χρηματοπιστωτικού συστήματος στη στήριξη της πραγματικής οικονομίας» αλλά και «τη στήριξη των κοινωνικών υποδομών – όπως της υγείας και της εκπαίδευσης- όχι μόνο για κοινωνικούς λόγους αλλά και ως προϋπόθεσης για την ανάπτυξη». Και πρόσθεσε: «Η ανθεκτικότητα των κοινωνιών απέναντι στη σημερινή και στις μελλοντικές κρίσεις αναδεικνύεται ως μείζον ζήτημα σε διεθνές επίπεδο».
«Η πλήρης στήριξη των επιχειρήσεων, των εργαζομένων και των νοικοκυριών καθίσταται πλέον επιτακτική» συνέχισε ο Αλ. Χαρίτσης, υπενθυμίζοντας ότι «στον ΣΥΡΙΖΑ έχουμε εξαρχής κάνει τις προτάσεις μας με το πρόγραμμα «Μένουμε Όρθιοι», όπου αντιστοιχίσαμε τις ανάγκες τις ελληνικής οικονομίας με τις διαθέσιμες χρηματοδοτικές πηγές για τη χώρα μας». «Είναι κρίσιμο οι προτάσεις αυτές να υλοποιηθούν άμεσα, πριν μπούμε σε έναν δεύτερο κύκλο ύφεσης» ξεκαθάρισε ο βουλευτής, επισημαίνοντας ότι «η χώρα μας έχει τη δυνατότητα, χάρη στους ευρωπαϊκούς πόρους και τα ταμειακά διαθέσιμα που εξασφάλισε ο ΣΥΡΙΖΑ» τα οποία όμως «δεν έχουν αξιοποιηθεί. Ο ίδιος ο υπουργός Οικονομικών παραδέχθηκε ότι ανέρχονται ακόμη στα 37 δισ.» πρόσθεσε.
«Στο νέο πλαίσιο που διαμορφώνεται, ανακύπτουν νέα ερωτήματα σχετικά με την εξέλιξη της ελληνικής οικονομίας», υπογράμμισε ο τομεάρχη Ανάπτυξης, όπως «ο αναβαθμισμένος ρόλος που μπορούν να παίξουν οι ελληνικές επιχειρήσεις στις περιφερειακές αγορές» εστιάζοντας στις «επιχειρήσεις της Β. Ελλάδας και τη θέση που μπορούν να διεκδικήσουν στα Βαλκάνια την Αν. Μεσόγειο». Ενώ αναφέρθηκε στην ανάγκη να «συνεχιστεί η έμφαση που έδωσε ο ΣΥΡΙΖΑ στην Έρευνα και την Καινοτομία, που για πρώτη φορά το 2018 χρηματοδοτήθηκε με περισσότερο από 1% του ΑΕΠ» αλλά και «να αναπτυχθεί μια νέα μορφή εξωστρέφειας των ελληνικών επιχειρήσεων, που θα στηρίξει τις εξαγωγές και θα λαμβάνει υπόψη τους κινδύνους παρόμοιων κρίσεων».
«Με αυτούς τους όρους πρέπει να γίνει και η συζήτηση για την ελληνική βιομηχανία» τόνισε ο Αλ. Χαρίτσης «και όχι με όρους του παρελθόντος», ενώ επισήμανε την ανάγκη «η πρωτοφανής πρόσβαση σε ρευστότητα που έχουν οι τράπεζες μέσω της ΕΚΤ και της αγοράς ομολόγων να περάσει στην πραγματική οικονομία, κάτι που δεν γίνεται μέχρι στιγμής» και «να αξιοποιηθούν νέα χρηματοδοτικά εργαλεία, όπως «η Αναπτυξιακή Τράπεζα που ίδρυσε ο ΣΥΡΙΖΑ».
Ο τομεάρχης Ανάπτυξης και Επενδύσεων υπογράμμισε την ανάγκη «να διαμορφωθεί στη χώρα μας ένα πλαίσιο για την προσέλκυση επενδύσεων, δεδομένου του αυξημένου ανταγωνισμού παγκοσμίως». «Είναι επιτακτικό να αντιστραφεί το κλίμα της γενικευμένης ανασφάλειας μέσω ενός γενναίου σχεδίου στήριξης της οικονομίας» συνέχισε ο Αλ. Χαρίτσης, επισημαίνοντας την ανάγκη «για επενδύσεις και από το εγχώριο παραγωγικό σύστημα» και αναδεικνύοντας τη σημασία «των δημόσιων επενδύσεων, που μπορούν να λειτουργήσουν πολλαπλασιαστικά» όπως και «της πλήρους αξιοποίησης του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων στην υλοποίηση έργων κοινωνικών υποδομών αλλά και έργων σε τοπικό επίπεδο στο σύνολο της επικράτειας».
Ο Αλ. Χαρίτσης αναφέρθηκε στην προσπάθεια που έγινε από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ «για την απλοποίηση του επενδυτικού πλαισίου, την εκκαθάριση των επενδυτικών σχεδίων που είχαν μείνει για χρόνια στα συρτάρια» αλλά και «την αξιοποίηση κάθε χρηματοδοτικού εργαλείου για την προσέλκυση παραγωγικών επενδύσεων».
«Η ανάπτυξη και η αυτοπεποίθηση δεν διατάσσονται» σχολίασε χαρακτηριστικά ο Αλ. Χαρίτσης, υπογραμμίζοντας ότι «χρειάζεται σοβαρό Αναπτυξιακό Σχέδιο που θα θέτει προτεραιότητες και δεν θα πηγαίνει στη λύση των απευθείας αναθέσεων και των λίγων μεγάλων επενδύσεων» αντιπαραβάλλοντας ότι «η ενδιάμεση έκθεση Πισσαρίδη αποτελεί επανάληψη παρωχημένων και αναποτελεσματικών πολιτικών, που μας έβαλαν στην κρίση πριν από μια δεκαετία». Χαρακτήρισε την συμφωνία για το Ταμείο Ανάκαμψης «καλή αρχή για μια συνολικότερη αλλαγή πολιτικής στην Ευρώπη, που φαίνεται να αντιλαμβάνεται ότι οι κρίσεις δεν αντιμετωπίζονται με περιοριστικά μέτρα λιτότητας αλλά με επεκτατική πολιτική». «Οι σημαντικοί ευρωπαϊκοί πόροι πρέπει να κατευθυνθούν σε έργα που έχουν πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα για την ελληνική οικονομία και προς όφελος όλης της κοινωνίας» κατέληξε.