Γράφει ο Τάσος Παππάς
Δειλά δειλά, με ανταλλαγή δηλητηριωδών υπαινιγμών, με αιχμές για επιλογές του παρελθόντος, αλλά και με θετικά σχόλια ξεκίνησε ένας άτυπος διάλογος μεταξύ του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΙΝ.ΑΛΛ. Το εναρκτήριο λάκτισμα το έδωσε ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ. Και στην παρέμβασή του στην Πολιτική Γραμματεία και στο άρθρο του στην «Εφημερίδα των Συντακτών» (9-5-2020) ο Αλέξης Τσίπρας μίλησε για μια «νέα προοδευτική κυβέρνηση που θα αναλάβει ξανά τις τύχες του τόπου».
Η πρώτη αντίδραση της ηγεσίας του ΚΙΝ.ΑΛΛ. ήταν αρνητική, όχι όμως με την ένταση και την επιθετική ρητορική που διέκρινε παλιότερες τοποθετήσεις της σε ανάλογα ανοίγματα-προσκλητήρια του επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ. Κατατέθηκαν επίσης απόψεις από στελέχη του ΚΙΝ.ΑΛΛ. που πήγαν τα πράγματα ένα βήμα πιο μπροστά. Ο πρώην υπουργός Δημήτρης Ρέππας είπε ότι «είναι αναπόφευκτος ο διάλογος μεταξύ των δύο κομμάτων, θα συμβεί αργά ή γρήγορα» και απέκλεισε το ενδεχόμενο συνεργασίας με τη Ν.Δ., αφού «αυτό θα οδηγούσε σε πολιτικό αφανισμό της παράταξης της Κεντροαριστεράς» (ieidiseis.gr).
Από την πλευρά της, η γραμματέας της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ Ολγα Γεροβασίλη επισήμανε στη συνέντευξή της στην «Εφημερίδα των Συντακτών» (11-5-2020) ότι «το να θολώνουν οι αυτοπροσδιοριζόμενες ως προοδευτικές δυνάμεις τα νερά είναι πλέον επικίνδυνο. Ο αντίπαλος της προοδευτικής παράταξης είναι γνωστός». Το έδαφος, πάντως, δεν είναι ομαλό. Σε μερικά σημεία του είναι και ναρκοθετημένο. Χώρια που η Δεξιά θα κάνει ό,τι περνάει από το χέρι της για να σαμποτάρει κάθε προσπάθεια συνεννόησης ανάμεσα στους δύο χώρους.
Στο ΚΙΝ.ΑΛΛ. η θέση για προγραμματική συμφωνία με τον ΣΥΡΙΖΑ δεν φαίνεται να είναι πλειοψηφική και στο επίπεδο των στελεχών και στο επίπεδο του εκλογικού ακροατηρίου του. Υπάρχουν παράγοντες, μερικοί πρώτης γραμμής, που βγάζουν σπυράκια και μόνο στην ιδέα.
Θα αντισταθούν με φανατισμό και, αν δεν τα καταφέρουν, θα την κάνουν με ελαφρά πηδηματάκια, για να πέσουν με ενθουσιασμό στην αγκαλιά του κ. Μητσοτάκη που τους περιμένει και τους υπόσχεται λαγούς με πετραχήλια-κυβερνητικά πόστα, εκλόγιμες θέσεις στη λίστα Επικρατείας. Εχει αρκετούς τέτοιους στην κυβέρνησή του ο κ. Μητσοτάκης, δεν θα διστάσει να πάρει κι άλλους για να φτιάξει το κόμμα της αρεσκείας του και να εξουδετερώσει την παλιά φρουρά που την υποψιάζεται ότι κάποια στιγμή θα του τραβήξει το χαλί.
Σε ό,τι αφορά τους ψηφοφόρους του ΚΙΝ.ΑΛΛ., κι εκεί η κατάσταση δεν είναι ευνοϊκή. Το μένος τους κατά του ΣΥΡΙΖΑ είναι μεγάλο. Εχουν φροντίσει γι’ αυτό πολλά στελέχη του κόμματος. Δεν είναι τυχαίο ότι, όπως προκύπτει από ορισμένες μετρήσεις, η πλειονότητα των οπαδών του ΚΙΝ.ΑΛΛ. προτιμούν επανάληψη της συνεργασίας με τη Δεξιά παρά κοινό βηματισμό με τον ΣΥΡΙΖΑ.
Το ερώτημα που ζητά γρήγορη και τεκμηριωμένη απάντηση είναι το εξής: «Ποιος χρειάζεται τον άλλον περισσότερο, ο ΣΥΡΙΖΑ το ΚΙΝ.ΑΛΛ. ή το ΚΙΝ.ΑΛΛ. τον ΣΥΡΙΖΑ;». Νομίζω και οι δύο. Και ο ΣΥΡΙΖΑ χρειάζεται το ΚΙΝ.ΑΛΛ., εφόσον εννοεί αυτά που διακηρύσσει, ότι δηλαδή πρέπει να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις ώστε να προκύψει μια πειστική εναλλακτική κυβερνητική λύση. Και το ΚΙΝ.ΑΛΛ. χρειάζεται τον ΣΥΡΙΖΑ, εφόσον πιστεύει αυτά που διακινεί το τελευταίο διάστημα, ότι δηλαδή η Δεξιά δεν έχει αλλάξει και εφαρμόζει ένα οικονομικό μοντέλο που θα οδηγήσει τη χώρα στην ύφεση, θα αυξήσει την ανεργία και θα πλήξει βάναυσα τη λεγόμενη μεσαία τάξη.
Απαιτείται λοιπόν να εξεταστούν με τη δέουσα σοβαρότητα οι δυνατότητες που υπάρχουν (αν υπάρχουν) για να εξομαλυνθούν οι σχέσεις. Η απόσταση από το «δεν σε εμπιστεύομαι» μέχρι το «έλα να συγκατοικήσουμε» είναι τεράστια. Για να μικρύνει, οφείλουν και οι δύο πλευρές να κάνουν κινήσεις που θα εξαλείψουν το κλίμα καχυποψίας. Στη συνέχεια θα κληθούν να αναμετρηθούν με τα πιο δύσκολα: τα προγραμματικά ζητήματα. Γιατί, ακόμη κι αν συμφωνήσουν ότι θέλουν να συνεργαστούν, πρέπει να αποδείξουν ότι μπορούν.
Ανάγωγα
Η χώρα που «φιλοξενεί», με το αζημίωτο φυσικά, στις τράπεζές της τις καταθέσεις πολλών πλούσιων επιχειρηματιών, δικτατόρων, μαφιόζων, εμπόρων όπλων και ναρκωτικών και τις προστατεύει με νύχια και με δόντια κάθε φορά που μια άλλη χώρα ζητάει να γίνουν έρευνες, η χώρα-φορολογικός παράδεισος λοιπόν, η Ελβετία, έχει 1,1 εκατ. πολίτες στο όριο της φτώχειας. Ε, τι να γίνει, αυτή είναι η φυσική τάξη πραγμάτων, όπως μας λένε οι νεοφιλελεύθεροι.