Γράφει ο Τάσος Παππάς
Πριν ακόμη αναλάβει, πριν ακόμη ορκιστεί ο Μπάιντεν, πολλοί στην Ελλάδα πανηγυρίζουν. Πιστεύουν ότι η εκλογή του θα μας βοηθήσει και θα φέρει σε δύσκολη θέση την Τουρκία. Για ακόμη μία φορά τρέφουμε ελπίδες κι ας έχουμε διαψευστεί, κι ας έχουμε απογοητευτεί πολλές φορές στο παρελθόν με άλλους προέδρους που τους θεωρούσαμε φιλέλληνες, προσδοκούσαμε ότι θα υποστήριζαν με θέρμη τις ελληνικές θέσεις και θα ανακαλούσαν στην τάξη τον ατίθασο και αναθεωρητή γείτονα. Στη συνέχεια ψάχναμε να βρούμε τις αιτίες των λανθασμένων προβλέψεών μας.
Μένουμε στις θετικές δηλώσεις του Μπάιντεν για την Ελλάδα κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου και στην απειλή που εκτόξευσε εναντίον του Ερντογάν λέγοντας ότι πρέπει να απομακρυνθεί από την εξουσία με δημοκρατικά μέσα βεβαίως βεβαίως. Ωστόσο, αυτά είναι λόγια και έχουν σχετική αξία. Ο υποψήφιος πρόεδρος μπορεί να πει και μια κουβέντα παραπάνω. Τσάμπα είναι. Αλλωστε οι λέξεις δεν παράγουν δεσμεύσεις. Υπάρχουν πολλά προηγούμενα. Για να δικαιολογηθεί η αναδίπλωση αργότερα θα επιστρατευτεί το γνωστό επιχείρημα ότι άλλαξαν οι συνθήκες. Η συγκυρία θα «ενοχοποιηθεί» για την προσαρμογή στα νέα (;) δεδομένα.
Ο εν ενεργεία πρόεδρος οφείλει να σταθμίζει σοβαρά και με ψυχραιμία τις καταστάσεις, να κινείται με σύνεση στη διεθνή σκηνή και κυρίως να ακούει τις συστάσεις και τις συμβουλές των επαγγελματιών του βαθιού κράτους, που μπορεί να δέχτηκε πλήγματα από τον τσαρλατανισμό του Τραμπ, διατήρησε όμως μεγάλο μέρος της ισχύος του, αφού φρόντισε με ενέργειες στο παρασκήνιο να μην κλονιστούν ανεπανόρθωτα οι σταθερές του πολιτικού συστήματος και ορισμένες από τις βασικές αρχές της εξωτερικής πολιτικής.
Ο Μπάιντεν δεν συμπαθεί τον Ερντογάν. Αυτό είναι ηλίου φαεινότερο. Δεν ταιριάζουν τα χνότα τους. Δεν έχουν καλή χημεία. Οι προσωπικές σχέσεις μεταξύ των ηγετών παίζουν έναν ρόλο, όχι όμως τον βασικό. Αυτό που μετράει για τον αρχηγό μιας χώρας που θέλει να παραμείνει υπερδύναμη είναι τα οικονομικά συμφέροντα και οι γεωπολιτικές ισορροπίες.
Είναι συνεπώς υποχρεωμένος ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ να πάρει υπόψη του ότι ο Ερντογάν διοικεί μια μεγάλη χώρα, παραδοσιακή σύμμαχο των ΗΠΑ και της Δύσης, και, παρά τα πολλά και σοβαρά προβλήματα που αντιμετωπίζει στην οικονομία, παρά τις φυγόκεντρες τάσεις που αναπτύσσονται στο κόμμα του, παρά τη μείωση της ηγετικής λάμψης του στην κοινωνία, παρά την εμπλοκή του σε πολεμικά μέτωπα στην ευρύτερη περιοχή, παραμένει υπολογίσιμος, ελέγχει περίπου το μισό εκλογικό ακροατήριο και, επειδή είναι τυχοδιώκτης και οπορτουνιστής υψηλού επιπέδου, δεν αποκλείεται, αν πιεστεί αφόρητα, αν εκβιαστεί ωμά, να περάσει από τη ρητορική στην πράξη και να ενισχύσει τους δεσμούς του με τη Ρωσία του Πούτιν. Κι αυτό δεν θα το ήθελαν σε καμία περίπτωση ο Μπάιντεν και οι άνθρωποί του που θα στελεχώσουν τα καίρια πόστα της αμερικανικής διοίκησης γιατί θεωρούν ότι η Ρωσία του Πούτιν είναι ο βασικός αντίπαλος των ΗΠΑ.
Θα προσπαθήσουν να αποτρέψουν πάση θυσία τη μετάβαση. Το ερώτημα είναι αν θα προχωρήσουν σε δυναμικές παρεμβάσεις για να απαλλαγούν από τον Ερντογάν, διακινδυνεύοντας όμως να διχάσουν την Τουρκία και να προκαλέσουν γενικευμένη αποσταθεροποίηση, ή αν θα εφαρμόσουν έναν συνδυασμό μαστίγιου και καρότου με απειλές και προτάσεις κατευνασμού ώστε να τον φέρουν στα νερά τους, αλλά με ψαλιδισμένα τα φτερά. Οι ΗΠΑ έχουν χρησιμοποιήσει και τις δύο πρακτικές σε άλλες χώρες. Αλλοτε με επιτυχία, άλλοτε με παταγώδη αποτυχία. Καλό είναι λοιπόν να περιμένουμε.
Ανάγωγα
Το αμερικανικό εμβόλιο, λένε οι ειδικοί, είναι αποτελεσματικό 90%. Το ρωσικό εμβόλιο, λένε άλλοι ειδικοί, είναι αποτελεσματικό 92%. Ιδού το μεγάλο δίλημμα: Ποιο διαλέγουμε; Τελικώς δεν θα απαλλαγούμε ποτέ από τη σύγκρουση των υπερδυνάμεων για το ποια θα σώσει τον πλανήτη;