Άρθρο του Εκπροσώπου Τύπου του Κινήματος Αλλαγής, Παύλου Χρηστίδη στην εφημερίδα «ΝΕΑ ΣΕΛΙΔΑ».
Εκπαίδευση, νομοθετική οχύρωση και τεχνολογία τα όπλα μας
Το διαδίκτυο επηρέασε βαθιά και έφερε επανάσταση στις ανθρώπινες κοινωνίες, ιδίως στον τομέα της ενημέρωσης. Ήταν η πρώτη φορά από τον 15ο αιώνα και την εφεύρεση του πιεστηρίου από τον Γουτεμβέργιο, που μας έδωσε την τυπογραφία, που η παγκόσμια κοινότητα βίωνε μια τόσο μεγάλη αλλαγή στον τρόπο που επικοινωνεί και ενημερώνεται. Τα πράγματα άλλαξαν πολύ γρήγορα, δόθηκαν απεριόριστες δυνατότητες και μεγάλη ελευθερία, έγιναν όμως και πιο περίπλοκα.
Είναι βέβαιο ότι τα fake news (ψευδείς ειδήσεις ελληνιστί) δεν είναι σημερινή ιστορία. Ακούμε γι’ αυτά από την εποχή του Πλουτάρχου, που κατηγορούσε τον Ηρόδοτο ότι στις «Ιστορίες» του είχε ψευδείς ειδήσεις. Μηχανισμοί προπαγάνδας και παραπληροφόρησης χρησιμοποιήθηκαν όλες τις ιστορικές εποχές, από τον Μεσαίωνα μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Με το διαδίκτυο όμως και ακόμα περισσότερο με την επέλαση των κοινωνικών δικτύων το φαινόμενο απέκτησε τεράστιες διαστάσεις. Κι αυτό γιατί ο καθένας από εμάς, από το σπίτι του και με ένα απλό λάπτοπ ή το κινητό του, μπορεί να φτιάξει μια ιστορία και να τη μεταδώσει στην άλλη άκρη του κόσμου.
Κάπως έτσι, μια παρέα νεαρών στη μικρή πόλη Βέλες, κοντά στα Σκόπια, είχε στήσει 140 ιστοσελίδες που διέδιδαν προπαγανδιστικό υλικό υπέρ του Τραμπ για τις εκλογές του 2016. Εκεί, στα 60.000 χιλιόμετρα από τις ΗΠΑ, βρισκόταν και ο 19χρονος φοιτητής Γκόραν, ο οποίος παραδέχτηκε κυνικά στο BBC: «Οι Αμερικανοί αγάπησαν τις ιστορίες μας κι εμείς βγάλαμε χρήματα απ’ αυτούς. Ποιος νοιάζεται αν οι ιστορίες ήταν αληθινές ή ψεύτικες;».
Τα fake news μπορεί να οδηγήσουν και σε τραγικές καταστάσεις. Οπως με τη θεωρία συνωμοσίας #Pizzagate και τους πυροβολισμούς σε πιτσαρία της Ουάσιγκτον από έναν άνθρωπο που ήταν πεισμένος ότι η Χίλαρι Κλίντον έκανε εκεί εμπορία παιδιών. Στη χώρα μας, ευτυχώς, ακόμα οι ψευδείς ειδήσεις (σε αντίθεση με τις ψεύτικες υποσχέσεις) δεν έχουν επηρεάσει το αποτέλεσμα των εκλογών, αλλά όλοι θυμόμαστε πόσο γρήγορα διαδόθηκε πριν από λίγο καιρό ο δήθεν θάνατος του σκηνοθέτη Κώστα Γαβρά.
Υπάρχουν, λοιπόν, πρόσωπα που έχουν εξουσία και κατέχουν υψηλές θέσεις στον δημόσιο βίο που δεν θα διστάσουν να προσπαθήσουν να κερδίσουν πολιτικό πλεονέκτημα διαδίδοντας ειδήσεις που γνωρίζουν ότι είναι ψεύτικες. Τους βοηθάει σε αυτό το γεγονός ότι το επιχειρηματικό μοντέλο των εταιρειών που διαχειρίζονται τα μέσα μαζικής ενημέρωσης έχει μετατοπιστεί σε μεγάλο βαθμό από το χαρτί και την τηλεόραση στα ψηφιακά μέσα. Αυτό καθιστά δυνατή την εύκολη και ευρεία διάδοση ψεύτικων ειδήσεων με πολύ χαμηλό κόστος.
Οι ιστότοποι ειδήσεων που δημοσιεύουν ψεύτικα νέα έχουν πολλές φορές ονόματα που μοιάζουν με πραγματικών εφημερίδων. Δεδομένου δε ότι οι ψεύτικες ειδήσεις προσελκύουν πολλούς αναγνώστες, αυτοί οι ιστότοποι μπορούν εύκολα να προσελκύσουν διαφημίσεις, άρα έσοδα. Ετσι, μπορούν να πληρώσουν υψηλές αμοιβές σε επαγγελματίες που δυσκολεύονται να βρουν δουλειά στα ολοένα συρρικνούμενα συμβατικά μέσα ενημέρωσης για να «μοντάρουν» ψεύτικες ειδήσεις.
Ταυτόχρονα όμως υπάρχουν και οι καταναλωτές των ειδήσεων. Εχουν κι αυτοί τη δική τους ευθύνη. Ο αναγνώστης πλέον έχει δύναμη, αφού μπορεί πολύ εύκολα να αναμεταδώσει την είδηση. Ολοι μας, οι πολιτικοί, οι δημοσιογράφοι αλλά και οι πολίτες, έχουμε πολύ σημαντικό ρόλο στη νέα πραγματικότητα. Κάθε φορά που διαβάζουμε ή μοιράζουμε παθητικά πληροφορίες, χωρίς να ελέγξουμε τις πηγές τους, προσθέτουμε ένα λιθαράκι στην παραπληροφόρηση.
Τι κάνουμε, λοιπόν; Το πρόβλημα δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο τεχνολογικά, δεν μπορεί να λυθεί μόνο με καλύτερα φίλτρα ψεύτικων ειδήσεων ή τους καλύτερους αλγόριθμους που θα κατεβάζουν το επίμαχο υλικό. Παγκοσμίως, όλοι οι ειδικοί συμφωνούν ότι τα σχολεία πρέπει να διδάσκουν στα παιδιά τις βασικές δεξιότητες του fact checking (τη διαδικασία ελέγχου, δηλαδή, αν μια πληροφορία είναι αληθής) και να το εντάξουν σε κάθε γνωστικό πεδίο.
Η Ευρωπαϊκή Ενωση τα τελευταία χρόνια παρακολουθεί από κοντά το ζήτημα και πρόσφατα η Κομισιόν πρότεινε έναν κώδικα πρακτικών για να παταχθεί το φαινόμενο. Ταυτόχρονα όμως πρέπει να αντιδράσουν νομοθετικά και οι κυβερνήσεις. Πρέπει να υπάρξουν αυστηρά μέτρα προς την κατεύθυνση της διαφάνειας, να είναι υποχρεωτική η δημοσιοποίηση των στοιχείων αυτών που αναρτούν χορηγούμενα μηνύματα, ιδιαίτερα σε προεκλογικές περιόδους. Επίσης, να υπάρχουν αυστηρά πρόστιμα στα ειδησεογραφικά πρακτορεία και τις πλατφόρμες που μεταδίδουν ψευδείς ειδήσεις. Ολα αυτά με προσοχή, βέβαια, για να μην φτάσουμε στο άλλο άκρο, στον περιορισμό της ελευθερίας του λόγου, η οποία στα χρόνια του διαδικτύου απέκτησε νέα διάσταση.
* Εκπρόσωπος Τύπου του Κινήματος Αλλαγής
Δημοσιεύτηκε στα «Ιδεογράμματα» της Νέας Σελίδας την Κυριακή 31/03/2019