Το πλαίσιο των επόμενων πολιτικών πρωτοβουλιών του παρουσίασε ο Πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, με την ομιλία του στην Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ, εστιάζοντας στις προτάσεις του για τη Συνταγματική Αναθεώρηση.
Τα κυριότερα σημεία της ομιλίας του Αλέξη Τσίπρα:
“Αναλαμβάνουμε την πρωτοβουλία για την αναθεώρηση του Συντάγματος. Kαλούμε όλες τις πολιτικές δυνάμεις να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων.
Η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε τροχιά δυναμικής ανάκαμψης. Οι δημοσιονομικές επιδόσεις είναι τέτοιες που όχι μόνο καθιστούν το μέτρο της περικοπής των συντάξεων αχρείαστο, αλλά την ίδια στιγμή δίνουν τη δυνατότητα και για μέτρα φορολογικής ελάφρυνσης και κοινωνικής στήριξης.
Το προσχέδιο του προϋπολογισμού που έχουμε καταθέσει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή περιλαμβάνει το σύνολο των μέτρων για τα οποία δεσμεύτηκα στη ΔΕΘ. Τα μέτρα αυτά θα ξεκινήσουν να νομοθετούνται εντός Νοεμβρίου και εκεί πλέον όλες οι πολιτικές δυνάμεις θα αναγκαστούν να πάρουν θέση.
Θα αναγκαστούν να ομολογήσουν και δημόσια, στο Κοινοβούλιο, αυτό που μέχρι σήμερα αρνούνται πεισματικά. Ότι ο κύκλος των μνημονίων και της δημοσιονομικής προσαρμογής έχει κλείσει. Και πλέον περνάμε σε μια νέα φάση, λελογισμένης δημοσιονομικής επέκτασης.
Τα προγράμματα προσαρμογής έπληξαν την οικονομ.κυριαρχία της χώρας, απαξίωσαν θεσμούς αντιπροσώπευσης & πολιτικούς φορείς. Διέρρηξαν την εμπιστοσύνη των πολιτών στη δημοκρατία. Τα χρόνια της διακυβέρνησης μας κάναμε βήματα εκδημοκρατισμού & απόκρισης σε πραγματικά λαϊκά αιτήματα.
Ψηφίσαμε την απλή αναλογική ως εκλογικό σύστημα σε βουλευτικές και αυτοδιοικητικές εκλογές, κατοχυρώνοντας την ουσιαστική ισότητα της ψήφου. Καταργήσαμε την πολιτική επιστράτευση των απεργών. Αποκαταστήσαμε τις συλλογικές διαπραγματεύσεις.
Ψηφίσαμε σειρά νόμοθετημάτων για την διεύρυνση των ελευθεριών και την κατοχύρωση νέων δικαιωμάτων προς την κατεύθυνση της πραγματικής ισότητας των πολιτών ανεξαρτήτως φύλου, φυλής, χρώματος, ή σεξουαλικού προσανατολισμού.
Βασικός στόχος μας είναι να απαντήσουμε στις μεγάλες προκλήσεις που αντιμετωπίζει σήμερα η δημοκρατία και ο κοινοβουλευτισμός. Αλλά και στις προκλήσεις και τους κινδύνους που επιφυλάσσει η ανεξέλεγκτη κυριαρχία των αγορών και του νεοφιλελευθερισμού για τις σύγχρονες κοινωνίες.
Η οικονομική κρίση έφερε στο προσκήνιο τις χρόνιες παθογένειες του ελληνικού κράτους. Μιας «μη οργάνωσης», που δεν ήταν αποτέλεσμα δήθεν ανεπάρκειας των κυβερνήσεων της μεταπολίτευσης, αλλά πολιτική επιλογή. Το οργανωτικό και διοικητικό χάος ήταν τελικά μια τεχνολογία εξουσίας.
Η μνημονιακή συνθήκη έθεσε και νέα ερωτήματα. Έφερε στο προσκήνιο με ένταση λαϊκά αιτήματα για την υπεράσπιση της δημοκρατίας και μας υπενθύμισε πόσο απροστάτευτη μπορεί να είναι η πολιτεία και ο κοινοβουλευτισμός από την ενίσχυση υπερεθνικών, κρατικών και ιδιωτικών μηχανισμών.
Μέσα σε αυτή τη μεταδημοκρατική συνθήκη είμαστε υποχρεωμένοι να σκεφτούμε και να προτείνουμε μέτρα και συνταγματικές ρυθμίσεις ενίσχυσης τόσο του Κοινοβουλίου όσο και του ελέγχου που αυτό ασκεί τόσο στις Κυβερνήσεις όσο και στις τεχνοκρατικές δομές που ασκούν εξουσία.
Προτείνουμε την καθιέρωση αναλογικού εκλογ. συστήματος στο Σύνταγμα και καθιέρωση της εποικοδομητικής ψήφου δυσπιστίας, θεσμό σύμφωνα με τον οποίο πρόταση δυσπιστίας δεν μπορεί να γίνει δεκτή από το Κοινοβούλιο, παρά μόνο υπό την προϋπόθεση ότι υπερψηφίζεται & άλλος Πρωθυπουργός.
Το μέτρο δημιουργεί συνθήκες πολιτικής σταθερότητας, καθώς δυσκολεύει την πρόωρη λήξη της κοινοβουλευτικής περιόδου, ενώ δημιουργεί τους όρους για τετραετείς πολιτικούς κύκλους πέρα και έξω από τακτικισμούς και σχεδιασμούς εξωθεσμικών πολιτικών κέντρων.
Στην ίδια λογική εντάσσεται και η πρόταση για την υποχρέωση ο Πρωθυπουργός να είναι απαραιτήτως αιρετός από τον ελληνικό λαό, δηλαδή βουλευτής. Ώστε να μην επαναληφθούν έκτακτες πολιτικές καταστάσεις με διορισμούς Πρωθυπουργών που δεν έχουν περάσει από τη βάσανο της λαϊκής ψήφου.
Επιμένουμε στην κατοχύρωση του δικαιώματος διενέργειας δημοψηφίσματος με λαϊκή πρωτοβουλία για κρίσιμο εθνικό θέμα ή για ψηφισμένο νομοσχέδιο. Θεσμοθετούμε την λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία. Μέτρα που φέρνουν τον διάλογο, τη διαφωνία & αντιπαράθεση πολιτ.σχεδίων στο προσκήνιο.
Πολιτεία και Εκκλησία έχουν την ωριμότητα, την σωφροσύνη κι ευαισθησία να αποδεχτούν τον εξορθολογισμό των σχέσεων τους. Έχει έρθει ο καιρός να κατοχυρωθεί ρητά στο Σύνταγμα η θρησκευτική ουδετερότητα του ελληνικού κράτους με ότι αυτό συνεπάγεται κανονιστικά και πρακτικά.
Ο τελευταίος άξονας των προτάσεων μας αφορά την ενίσχυση της προστασίας των κοινωνικών δικαιωμάτων. Έχουμε διακηρύξει την βούληση μας να προστατεύσουμε το νερό και την ηλεκτρική ενέργεια από την επέλαση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, να κατοχυρώσουμε την προστασία της εργασίας.
Βούληση μας είναι ακόμα να αναγνωρίσουμε την αποκλειστική αρμοδιότητα των κοινων.εταίρων να ορίζουν τον κατώτατο μισθό, να ενισχύσουμε τις κρατικές εγγυήσεις για παροχή υπηρεσιών υγείας σε όλους. Επιμένουμε ιδεολογικά, πολιτικά και με μέγιστη μέριμνα για την κοινωνική πλειοψηφία.Η Συνταγμ. Αναθεώρηση δεν έγινε πριν 4 χρόνια με ευθύνη της κυβέρνησης Σαμαρά. Η πρόταση της ΝΔ, δείχνει με κραυγαλέο τρόπο έλλειψη θεσμικής ωριμότητας. Φοβάμαι ότι οδηγεί τον κο Μητσοτάκη σε αυτή τη στάση η ενδόμυχη επιθυμία του να μην αλλάξει ο νόμος περί ευθύνης των υπουργών”.
ΟμιλΙα του ΠρωθυπουργοΥ και ΠρΟΕδρου του ΣΥΡΙΖΑ
ΑλΕξη ΤσΙπρα
στην ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑ του ΣΥΡΙΖΑ
Σύντροφοι και Συντρόφισσες,
Η σημερινή συνεδρίαση της Κοινοβουλευτικής μας Ομάδας έχει ως αποκλειστικό θέμα την προετοιμασία της πρότασής μας για την εκκίνηση της αναθεωρητικής διαδικασίας, για την αναθεώρηση του Συντάγματος. Ωστόσο είναι ταυτόχρονα και η πρώτη συνεδρίαση της Κ.Ο. που διεξάγεται ενώ η χώρα έχει εξέλθει από τα μνημόνια, δηλαδή μετά τις 21 του Αυγούστου. Μια εξέλιξη που αποτελούσε επί τρία και πλέον χρόνια βασικό στόχο τόσο της κυβέρνησης, όσο και της κοινοβουλευτικής μας ομάδας που επωμίστηκε το βαρύ φορτίο των αναγκαίων νομοθετικών παρεμβάσεων για την επιτυχή ολοκλήρωση του προγράμματος.
Και σήμερα μπορούμε να πούμε με σιγουριά ότι άξιζε το κόπο.
Εμείς πετύχαμε, εκεί που τρείς συνεχόμενες κυβερνήσεις απέτυχαν παταγωδώς. Και κυρίως πετύχαμε, σε αντίθεση με τις προηγούμενες κυβερνήσεις, προστατεύοντας τους ασθενέστερους και κρατώντας τη κοινωνία όρθια. Και αυτό νομίζω ότι είναι το πιο σημαντικό απ’ όλα. Και μετά την καθαρή έξοδο του καλοκαιριού και παρά την καταιγίδα των δυσμενών προβλέψεων από εγχώριους θεσμικούς, παραθεσμικούς, πολιτικούς και εκδοτικούς παράγοντες, φαίνεται ότι για άλλη μια φορά τους διαψεύδουμε.
Η ελληνική οικονομία βρίσκεται πλέον σε τροχιά δυναμικής ανάκαμψης. Και οι δημοσιονομικές μας επιδόσεις είναι τέτοιες που, όχι μόνο καθιστούν το μέτρο της περικοπής των συντάξεων αχρείαστο, αλλά την ίδια στιγμή δείχνουν τη δυνατότητα και για μέτρα φορολογικής ελάφρυνσης και κοινωνικής στήριξης. Το προσχέδιο του προϋπολογισμού που έχουμε καταθέσει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και συζητείται στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου, περιλαμβάνει το σύνολο των μέτρων για τα οποία δεσμευτήκαμε στη ΔΕΘ. Τα μέτρα αυτά μάλιστα θα αρχίσουμε να τα νομοθετούμε το αμέσως ερχόμενο διάστημα, εντός του Νοεμβρίου, και εκεί πλέον θα κληθούν όλες οι πολιτικές δυνάμεις να πάρουν θέση. Θα αναγκαστούν να ομολογήσουν και δημόσια, στο Κοινοβούλιο, αυτό που μέχρι σήμερα αρνούνται να ομολογήσουν πεισματικά, δίνοντας μια ψευδή εικόνα στον ελληνικό λαό. Να ομολογήσουν, δηλαδή, ότι ο κύκλος των μνημονίων και της δημοσιονομικής προσαρμογής έχει κλείσει οριστικά. Και πλέον περνάμε σε μια νέα φάση, δημοσιονομικής επέκτασης. Λελογισμένης μεν, αλλά δημοσιονομικής επέκτασης, που για χιλιάδες συμπολίτες μας σημαίνει μέτρα ανάσας και προοπτικής.
Και βεβαίως, τώρα που γυρίζουμε σελίδα, είναι η ώρα να αφοσιωθούμε και στις μεγάλες θεσμικές τομές και μεταρρυθμίσεις που έχει ανάγκη η χώρα και τις οποίες έχουμε υποσχεθεί στον ελληνικό λαό. Για την ενίσχυση του κοινωνικού κράτους, την εμβάθυνση της δημοκρατίας, για την εμβάθυνση και την ενίσχυση της αξιοκρατίας και της ισονομίας, για τον αναγκαίο, απαραίτητο εκσυγχρονισμό της δημόσιας διοίκησης.
Μια προσπάθεια, βέβαια, που δεν την ξεκινάμε τώρα. Μια προσπάθεια που την ξεκινήσαμε από τα πρώτα χρόνια, παρά τις δυσκολίες που αντιμετωπίσαμε, ιδίως στα πρώτα χρόνια της μνημονιακής περιόδου, τα δύσκολα χρόνια της δημοσιονομικής προσαρμογής.Αναφέρομαι στο σύνολο των παρεμβάσεων που έχουμε κάνει στα τρία χρόνια της διακυβέρνησής μας όπου, για παράδειγμα, παρά τις δυσκολίες, η χώρα έπαψε να κυβερνιέται με πράξεις νομοθετικού περιεχομένου. Όπου ενισχύσαμε την κοινοβουλευτική διαδικασία, παρά τους γνωστούς και μεγάλους περιορισμούς που δημιουργούσε η συνθήκη της αυστηρής επιτροπείας. Σας θυμίζω ότι τα προηγούμενα χρόνια, τον πρωθυπουργό στο Κοινοβούλιο, με το κιάλι τον βλέπαμε. Εμείς ήμασταν διαρκώς εκεί, να παρεμβαίνουμε, να δικαιολογούμε, να πείθουμε, να έχουμε μια κανονική, εντός του πλαισίου που μπορούσε να είναι κανονική, κοινοβουλευτική διαδικασία.
Ψηφίσαμε την απλή αναλογική ως εκλογικό σύστημα στις βουλευτικές και αυτοδιοικητικές εκλογές, αλλάζοντας τους όρους αντιπροσώπευσης και κατοχυρώνοντας, όχι μόνο την τυπική, αλλά και την ουσιαστική ισότητα της ψήφου.
Καταθέσαμε και ψηφίσαμε σειρά νομοθετημάτων για τη διεύρυνση των ελευθεριών και την κατοχύρωση νέων κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων, κάνοντας βήματα προς την κατεύθυνση της πραγματικής ισότητας των πολιτών ανεξαρτήτως φύλου, φυλής, χρώματος ή σεξουαλικού προσανατολισμού. Καταργήσαμε την πολιτική επιστράτευση των απεργών. Αποκαταστήσαμε τις συλλογικές διαπραγματεύσεις.
Βήματα καθόλου αμελητέα αν σκεφτεί κανείς ότι τα κάναμε σε μια περίοδο όπου πράγματι βρισκόμασταν υπό αυστηρή επιτροπεία και υπό στενούς δημοσιονομικούς όρους, σε όρους δημοσιονομικής προσαρμογής.
Όλα αυτά ήταν βήματα θεσμικής προόδου, εκδημοκρατισμού και απόκρισης σε πραγματικά κοινωνικά και λαϊκά αιτήματα. Ήταν τομές που αναδεικνύουν και τις βαθιές διαφορές μας με τις δυνάμεις του παλιού πολιτικού συστήματος και αποτελούν τομές όλες αυτές και μεταρρυθμίσεις για τις οποίες είμαστε υπερήφανοι.
Ήρθε όμως η ώρα τώρα, που η χώρα γυρίζει σελίδα, να προχωρήσουμε ακόμη πιο ριζοσπαστικά. Ακόμη πιο ρηξικέλευθα.
Και με την Μεταρρύθμιση του Συντάγματος, ήρθε η ώρα να προωθήσουμε ώριμες και αναγκαίες τομές, τόσο για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των πολιτών στο πολιτικό μας σύστημα, όσο όμως και για την εμβάθυνση της δημοκρατίας και της λαϊκής κυριαρχίας.
Σας θυμίζω ότι ήδη από το καλοκαίρι του 2016, δυο χρόνια σχεδόν πριν, συγκεκριμένα στις 24 Ιουλίου, μια εμβληματική μέρα για τη Δημοκρατία μας, ημέρα αποκατάστασης της Δημοκρατίας, κατέθεσα προτάσεις και σκέψεις σε δημόσια διάλογο, προτάσεις και σκέψεις που αποτέλεσαν μετά τη βάση ενός μεγάλου εθνικού διαλόγου που διεξήχθη όλο το επόμενο διάστημα, με πλούσια συμμετοχή φορέων, οργανώσεων. Και, βεβαίως, από τότε κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι. Ο διάλογος ολοκληρώθηκε με ευθύνη της Εθνικής Επιτροπής. Και θέλω να ευχαριστήσω όλους όσους συμμετείχαν σ’ αυτή τη διαδικασία, και ιδιαίτερα τον επικεφαλής αυτής της Εθνικής Επιτροπής, τον Μιχάλη Σπουρδαλάκη αλλά και όλα τα μέλη της επιτροπής, για την προσφορά τους και την κοπιαστική εργασία τους.
Όλο αυτό το διάστημα, κατά τη διάρκεια του διαλόγου ακούσαμε απόψεις, προβληματισμούς, θέσεις και προτάσεις. Μετατοπιστήκαμε και μετατοπίσαμε άλλους. Συνθέσαμε απόψεις και σκέψεις. Κρατήσαμε και διαφορές. Ο διάλογος έχει και αυτή την πλευρά. Δεν καταλήγει κατ’ ανάγκη σε κοινές θέσεις. Και σήμερα, είμαστε σε θέση να αναλάβουμε την θεσμική ευθύνη και να εκκινήσουμε την κορυφαία διαδικασία της συνταγματικής αναθεώρησης.
Βασικός στόχος μας είναι να απαντήσουμε στις μεγάλες προκλήσεις που αντιμετωπίζει σήμερα η δημοκρατία και το κοινοβουλευτικό μας σύστημα. Αλλά και στις προκλήσεις και τους κινδύνους που επιφυλάσσει η ανεξέλεγκτη κυριαρχία των αγορών, η ανεξέλεγκτη κυριαρχία αυτού που εμείς ονομάζουμε νεοφιλελευθερισμός στις σύγχρονες κοινωνίες. Διότι η σκληρή εμπειρία της οικονομικής κρίσης και των Μνημονίων, μας υποχρεώνει, όχι να τα κουκουλώσουμε και να πούμε, τελειώσανε αυτά, φύγανε, μας υποχρεώνει να βγάλουμε διδάγματα απ’ όλη αυτή τη δύσκολη, την σκληρή εμπειρία που είχαμε τα 8 τελευταία χρόνια.
Από τη μια μεριά, η οικονομική κρίση έφερε στο προσκήνιο τις χρόνιες παθογένειες του ελληνικού κράτους. Μιας οργάνωσης –μη οργάνωσης στην ουσία, που δεν ήταν αποτέλεσμα δήθεν της ανεπάρκειας των κυβερνήσεων της μεταπολίτευσης. Αλλά, αντίθετα, θα έλεγα, με πλήρη επίγνωση του τι λέω, αποτελούσε πολιτική επιλογή. Καθώς το οργανωτικό και διοικητικό χάος ήταν τελικά μια τεχνολογία εξουσίας. Ήταν η προϋπόθεση
· για την αναπαραγωγή σχέσεων εξάρτησης των πολιτών από το πολιτικό προσωπικό,
· τη δημιουργία, τη συντήρηση και τη συγκάλυψη εστιών διαφθοράς από τη βάση μέχρι τις κορυφές του διοικητικού μηχανισμού
· για την ανοχή, σε τελική ανάλυση, της γενικευμένης φοροδιαφυγής που λειτούργησε και ως καταλύτης για την ηγεμονία του νεοφιλελευθερισμού.
Από την άλλη, όμως, η μνημονιακή συνθήκη στην οποία ζήσαμε για 8 χρόνια έθεσε και νέα ερωτήματα.Έφερε στο προσκήνιο με ένταση λαϊκά αιτήματα για την υπεράσπιση της ίδιας της δημοκρατίας. Και, τέλος, μας υπενθύμισε πόσο απροστάτευτη μπορεί να είναι η πολιτεία και ο κοινοβουλευτισμός από την ενίσχυση υπερεθνικών, κρατικών και ιδιωτικών μηχανισμών που κινούνται έξω από το πλαίσιο του λαϊκού ελέγχου.
Γιατί σήμερα ξέρουμε όλοι μας καλά ότι τα προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής έπληξαν τον πυρήνα της οικονομικής κυριαρχίας της χώρας μας. Απαξίωσαν θεσμούς αντιπροσώπευσης και βεβαίως απαξίωσαν και πολιτικούς φορείς. Διέρρηξαν την εμπιστοσύνη των πολιτών, όχι μόνο στο πολιτικό σύστημα, αλλά και στην ίδια τη δημοκρατία. Και όλα αυτά συνέβησαν, μάλιστα, σε συνθήκες μετασχηματισμών του κράτους, των θεσμών και των δομών του. Μετασχηματισμών που έχουν ήδη οδηγήσει σε ενίσχυση μηχανισμών των οποίων η εξουσία δεν πηγάζει από τη λαϊκή βούληση αλλά από μια δήθεν αντικειμενική τεχνική γνώση που υποτίθεται πως κατέχουν. Μια γνώση που είναι στην πραγματικότητα η άλλη όψη μιας εξουσίας.
Πρόκειται εδώ για την κυριαρχία της τεχνοκρατικής ιδεολογίας που έχει προκαλέσει αυτούς τους μετασχηματισμούς. Που έχει υψώσει σινικά τείχη μεταξύ του λαού και των εκπροσώπων του από τη μια και των πολλαπλών πλέον κέντρων λήψης των αποφάσεων από την άλλη. Και πρέπει να κατανοήσουμε τόσο την ιδεολογία αυτή, όσο και τους μετασχηματισμούς που προκαλεί. Με κυριότερο από αυτούς τη διαρκή αφαίρεση πεδίων από την ύλη της δημοκρατικής πολιτικής σύγκρουσης. Έτσι κρατικοί μηχανισμοί, ιδιωτικοί φορείς, υπερεθνικοί οργανισμοί ακόμη, ανεξάρτητες αρχές αποκτούν συχνά όχι μόνο την δυνατότητα να ασκούν πειθαρχικές λειτουργίες αλλά και να επιβάλουν πολιτικές που παρουσιάζονται μάλιστα ως μονόδρομος, ως αναγκαιότητες βασισμένες στη δήθεν θα έλεγα αντικειμενική γνώση των πραγμάτων.
Μέσα σε αυτή τη μεταδημοκρατική, επιτρέψτε μου τον όρο, συνθήκη είμαστε υποχρεωμένοι να σκεφτούμε και να προτείνουμε μέτρα και συνταγματικές ρυθμίσεις ενίσχυσης τόσο του Κοινοβουλίου όσο όμως και του ελέγχου που αυτό ασκεί, τόσο στις εκάστοτε κυβερνήσεις, όσο, όμως, και στις τεχνοκρατικές δομές που ασκούν εν τέλει εξουσία. Μέτρα δηλαδή που θα ενισχύουν τις λειτουργίες η εξουσία των οποίων πηγάζει απευθείας, και άρα ελέγχεται απευθείας, από το λαό. Αλλά και μέτρα που θα ενισχύουν την λαϊκή συμμετοχή. Την απευθείας συμμετοχή των πολιτών στην πολιτική ζωή αλλά και την λήψη των αποφάσεων από τους ίδιους τους πολίτες.
Στο πλαίσιο λοιπόν αυτό προτείνουμε:
Την καθιέρωση παγίως, αναλογικού εκλογικού συστήματος καθιέρωση η οποία θα προβλέπεται στο Σύνταγμά μας,
αλλά και την ταυτόχρονη καθιέρωση της λεγόμενης εποικοδομητικής ψήφου δυσπιστίας.
Η εποικοδομητική ψήφος δυσπιστίας αποτελεί τον θεσμό σύμφωνα με τον οποίο πρόταση δυσπιστίας δεν μπορεί να γίνει δεκτή από το Κοινοβούλιο, παρά μόνο υπό την προϋπόθεση ότι υπερψηφίζεται ταυτόχρονα και άλλος Πρωθυπουργός. Και τούτο φυσικά δεν δημιουργεί μόνο συνθήκες πολιτικής σταθερότητας, καθώς διευκολύνει τη συνέχεια των κυβερνήσεων και δυσκολεύει την πρόωρη λήξη της κοινοβουλευτικής περιόδου. Ταυτόχρονα δημιουργεί και τους όρους εκείνους για τετραετείς πολιτικούς κύκλους πέρα και έξω από τακτικισμούς και σχεδιασμούς εξωθεσμικών πολιτικών κέντρων.
Και είναι αλήθεια ότι το μέτρο αυτό είναι ένα μέτρο που ισχυροποιεί την εκάστοτε Κυβέρνηση. Είναι λοιπόν γι αυτό το λόγο που δεν μπορεί να νοηθεί και να λειτουργήσει παρά μόνο σε συνδυασμό με την υποχρέωση για εφαρμογή ενός αναλογικού εκλογικού συστήματος, ενός εσωτερικού δηλαδή στον κοινοβουλευτισμό εξισορροπητικού μηχανισμού. Πρόκειται εδώ για ένα εσωτερικό και μάλιστα δημοκρατικό – δεν θα μπορούσε να υπάρξει δημοκρατικότερο – αντίβαρο της ισχυροποίησης της κυβέρνησης.
Άρα λοιπόν από τη μια απλή αναλογική, λέμε εμείς, αναλογικό σύστημα θα ορίζει το Σύνταγμα, ώστε να μη νοθεύεται η ψήφος και να δίνεται η δυνατότητα στο Κοινοβούλιο να ορίζει, έχοντας τον πραγματικό συσχετισμό της κοινωνίας και των πολιτών που εκφράζεται δια της ψήφου μέσα στο Κοινοβούλιο, αλλά και το θεσμικό αντίβαρο της δυνατότητας των κυβερνήσεων να συνεχίζουν, όταν θα έχουν πάρει την πρώτη ψήφο εμπιστοσύνης, χωρίς να υπόκεινται στον εκβιασμό μικρότερων δυνάμεων διαρκώς, έναν εκβιασμό ο οποίος μπορεί να οδηγήσει σε παραμορφώματα. Αυτό λοιπόν είναι αυτά τα δύο κρίσιμα θεσμικά αντίβαρα. Απλή αναλογική και εποικοδομητική ψήφος δυσπιστίας.
Στο ίδιο πλαίσιο της ανάγκης για σταθερότητα της κυβέρνησης αλλά και σεβασμού της λαϊκής βούλησης σε συνθήκες διάχυσης των πολιτικών εξουσιών, εντάσσεται και η πρόταση που αποτρέπει τη διάλυση του Κοινοβουλίου με αφορμή την αδυναμία εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας με αυξημένη πλειοψηφία από το Κοινοβούλιο.
Εδώ, όπως ίσως θα γνωρίζετε, έχουν κατατεθεί διάφοροι προβληματισμοί για τον τρόπο εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας εφόσον δεν επιτευχθούν οι αυξημένες προβλεπόμενες από το Σύνταγμα πλειοψηφίες των 200 και των 180 βουλευτών.
Μια λύση είναι η διενέργεια μιας τελευταίας ψηφοφορία που θα απαιτεί απλώς 151 βουλευτές, ενώ μια άλλη λύση είναι η απευθείας εκλογή από τον λαό με αναμέτρηση μεταξύ των δύο πρώτων υποψηφίων στην τελευταία άγονη ψηφοφορία της Βουλής. Υπάρχουν ισχυρά επιχειρήματα και για τις δύο προτάσεις και σήμερα, μετά από διάλογο, η κοινοβουλευτική μας ομάδα θα πρέπει να καταλήξει στην τελική μας απόφαση.
Επίσης εντός της λογικής που έχω ήδη περιγράψει εντάσσεται και η πρόταση για την υποχρέωση ο Πρωθυπουργός να είναι απαραιτήτως αιρετός από τον ελληνικό λαό, δηλαδή εκλεγμένος βουλευτής. Και τούτη είναι μια πρόταση που λαμβάνει υπόψη της την πολιτική εμπειρία που αντλήσαμε από τα χρόνια της κρίσης. Ώστε να μην επαναληφθούν έκτακτες πολιτικές καταστάσεις με διορισμούς Πρωθυπουργών που δεν έχουν περάσει από τη βάσανο της λαϊκής ψήφου. Κατά τη γνώμη μας οι πρωθυπουργοί πρέπει να εκλέγονται από το λαό και να λογοδοτούν στο λαό και μόνον σε αυτόν.
Άλλο ένα μέτρο που αφορά την αρχιτεκτονική των θεσμών είναι όμως και η υποχρέωση νέες ανεξάρτητες αρχές να ιδρύονται μόνο με αυξημένη πλειοψηφία των 3/5 του όλου αριθμού των βουλευτών. Διότι ο αστόχαστος πολλαπλασιασμός τους, έχει οδηγήσει σήμερα σε θεσμικούς λαβυρίνθους.
Αν η ενίσχυση του Κοινοβουλίου όμως και της εκλεγμένης Κυβέρνησης αποτελεί τον έναν πόλο της πρότασής μας, η ενίσχυση της λαϊκής παρέμβασης αποτελεί τον άλλο. Και τούτο φυσικά συναρτάται επίσης με την εμπειρία των προγραμμάτων προσαρμογής, την κρίση αντιπροσώπευσης που πυροδότησαν και τις λαϊκές κινητοποιήσεις που ξέσπασαν, ιδίως στην αρχή της κρίσης.
Το περίφημο κίνημα των πλατειών, για παράδειγμα, στις αρχές της οικονομικής κρίσης, πέραν του θυμού και της οργής απέναντι στις πολιτικές της σκληρής λιτότητας, έθεσε στην ημερήσια διάταξη και ένα καίριο ερώτημα που αφορά τα όρια της αντιπροσώπευσης. Έθεσε το αίτημα, θα έλεγα, με άλλα λόγια, για απευθείας συμμετοχή του λαού στη διαμόρφωση της πολιτικής και των κρίσιμων αποφάσεων. Απαίτησε να μην είναι ο λαός παρατηρητής των εξελίξεων όσο θα διαρκεί η τετραετία μεταξύ δύο εκλογικών αναμετρήσεων.
Και ο λαός αποτελεί για μας το κύριο, το βασικό, το ισχυρότερο θα έλεγα θεσμικό αντίβαρο. Και σε αυτό, επιτρέψτε μου να πω, βρισκόμαστε απέναντι σε όσους κάνουν λόγο για τη λεγόμενη αδαή πλειοψηφία. Που μετατρέπεται βέβαια σε σοφή πλειοψηφία υπό μια και μόνη προϋπόθεση: Να ψηφίζει τους νόμιμους και αιώνιους ιδιοκτήτες της χώρας κάθε τέσσερα χρόνια. Όταν το κάνει αυτό είναι σοφός ο λαός, όταν δεν το κάνει αυτό είναι αδαής.Λένε λοιπόν πολλοί, επικαλούμενοι μάλιστα και αποφάσεις δημοψηφισμάτων που πράγματι έχουν επιφέρει συνέπειες, όπως για παράδειγμα το Βρετανικό δημοψήφισμα, ότι τα δημοψηφίσματα είναι γενικά λάθος γιατί ο ότι ο λαός παρασύρεται εύκολα και γιατί ο λαός δεν ξέρει. Θεωρούν ότι μόνο αυτοί ξέρουν.
Ακόμη και αν υιοθετούσαμε την άποψη αυτή, ότι έχουν δίκιο, ότι ο λαός παρασύρεται εύκολα και δεν ξέρει, θα έπρεπε εντούτοις να τους ζητήσουμε να τολμήσουν να πουν τα πράγματα με το όνομά τους σε σχέση με το ποιο πολίτευμα στην ουσία υπερασπίζονται, διατυπώνοντας αυτή την άποψη. Διότι αυτό δεν είναι η δημοκρατία αλλά η αριστοκρατία, δηλαδή αυτών που ξέρουν, γιατί οι πολλοί δεν ξέρουν.
Επειδή όμως εμείς είμαστε με τη δημοκρατία και όχι με την αριστοκρατία, θα επιμένουμε να την υπερασπιζόμαστε τη δημοκρατία, ακόμη και όταν θεωρούμε ότι η πλειοψηφία δεν παίρνει τις αποφάσεις που εμείς επιθυμούμε. Για αυτό λοιπόν επιμένουμε στην κατοχύρωση του δικαιώματος για διενέργεια δημοψηφίσματος με λαϊκή πρωτοβουλία, είτε για κρίσιμο εθνικό θέμα είτε για ψηφισμένο νομοσχέδιο. Και για αυτό θεσμοθετούμε για πρώτη φορά την λεγόμενη λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία. Μέτρα δηλαδή που φέρνουν το λαό αλλά και την πολιτική, τον διάλογο, τη διαφωνία, την αντιπαράθεση πολιτικών σχεδίων στο προσκήνιο. Διότι έτσι συγκροτούνται οι ισχυρές δημοκρατίες. Όταν εμπιστεύονται και όχι όταν φοβούνται την λαϊκή κρίση.
Επανέρχομαι, όμως, στα θέματα που έθεσα εισαγωγικά, και αφορούν τις παθογένειες και τον τρόπο οργάνωσης του κράτους, που αποτέλεσαν και μια από τις βασικές αιτίες της κρίσης, που δεν ήταν μόνο οικονομική αλλά ήταν και θεσμική.
Αναφέρομαι, δηλαδή, στο πελατειακό κράτος, στη διαφθορά και τη διαπλοκή της πολιτικής με την οικονομική εξουσία, αλλά και στην ομολογουμένως απαράδεκτη ισχύουσα ανισότητα στην ποινική μεταχείριση όλων των πολιτών. Διότι η παρούσα συνταγματική διαμόρφωση δημιουργεί στην πραγματικότητα μια κάστα, την κάστα του πολιτικού προσωπικού και οργανώνει θεσμικά το πελατειακό κράτος και το κράτος των προνομίων σε ειδικές κατηγορίες πολιτών. Για εμάς λοιπόν αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί. Δεν μπορεί να υπάρχουν πολίτες πρώτης και δεύτερης κατηγορίας.
Φυσικά και οφείλουμε να λάβουμε υπόψη μας την ανάγκη προστασίας των αντιπροσώπων του λαού κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, δεν μπορούμε όμως να ανεχτούμε και να αποδεχτούμε την θεσμική κατοχύρωση της ασυδοσίας και της ατιμωρησίας. Διότι ο περιβόητος Νόμος για την ευθύνη των υπουργών και το άρθρο 86 αποτελεί την θεσμική κατοχύρωση της ασυδοσίας και της ατιμωρησίας. Έφτασε λοιπόν η ώρα -και ας αναλάβουν σε αυτό την ευθύνη τους όλα τα κόμματα – για την τροποποίηση των διατάξεων περί ευθύνης υπουργών ώστε να καταργηθεί η σύντομη παραγραφή για τα αδικήματα που τελούνται κατά την άσκηση των καθηκόντων των υπουργών.
Και βεβαίως να προσδιοριστεί ταυτόχρονα ότι η ειδική δικονομική διαδικασία που προβλέπει αρμοδιότητα της βουλής δεν αφορά τα αδικήματα που τελούνται απλώς επ’ ευκαιρία αυτών των καθηκόντων. Και με τον τρόπο αυτό, να εξισωθεί επιτέλους η ποινική μεταχείριση, στο μέτρο που πρέπει, με την ποινική μεταχείριση όλων των πολιτών.
Επίσης, είναι ώρα για την τροποποίηση των διατάξεων που αφορούν τη βουλευτική ασυλία ώστε αυτή να καλύπτει επίσης αποκλειστικά τα αδικήματα που τελούνται κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Και άρα να ζητείται από τη Βουλή να κρίνει αν χρειάζεται να δοθεί προστασία και όχι να κρίνει αν χρειάζεται να αρθεί η δεδομένη και πάσης φύσεως προστασία του βουλευτή.
Και ακόμα, προτείνουμε να αναμετρηθούμε, ως πολιτικό σύστημα, και με την αντίληψη που δεν τιμά το πολιτικό σύστημα και τους πολιτικούς, τη διαδεδομένη αντίληψη των πολιτών, δυστυχώς, ότι η πολιτική είναι επάγγελμα και μάλιστα για ορισμένους επικερδές, και όχι προσφορά. Γι αυτό και προτείνουμε να προβλεφθεί λοιπόν όριο θητειών για τους βουλευτές ώστε να μη δημιουργούνται όροι συναλλαγής με το εκλογικό σώμα.
Συντρόφισσες και Σύντροφοι,
Επιτρέψτε μου τώρα να περάσω σε ένα από τα κεντρικά θέματα που οφείλει να θίξει η συνταγματική αναθεώρηση. Κι αυτό είναι το θέμα των σχέσεων Εκκλησίας και Κράτους.
Νομίζω ότι η Πολιτεία, ο πολιτικός κόσμος, η Εκκλησία, οι πολίτες αλλά και οι πιστοί, έχουν σήμερα την ωριμότητα, την σωφροσύνη και την ευαισθησία να αποδεχτούν τον εξορθολογισμό των σχέσεων αυτών. Και έχω την εκτίμηση ότι και εδώ διαμορφώνονται ευρείες συναινέσεις ώστε να περάσουμε σε μια νέα εποχή στις σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας. Διότι ούτε η Εκκλησία ούτε η Πολιτεία θέλουν τον εναγκαλισμό τους εντός ενός θεσμικού πλαισίου που δημιουργεί σύγχυση για τα όρια και τους ρόλους τους.
Έχει έρθει, λοιπόν, ο καιρός ώστε να κατοχυρωθεί ρητά στο Σύνταγμα η θρησκευτική ουδετερότητα του ελληνικού κράτους, με ό,τι αυτό συνεπάγεται κανονιστικά και πρακτικά. Και αυτή η ρητή κατοχύρωση, είμαι βέβαιος ότι θα βρει σύμφωνη και την Εκκλησία που και εκείνη θέλει, καθώς λέει, ένα σαφές περίγραμμα των σχέσεών της με το Κράτος. Και αυτό νομίζω θα είναι ένα σημαντικό βήμα για τον εκσυγχρονισμό και την φιλελευθεροποίηση του Συντάγματός μας. Ένα σημαντικό βήμα για τον αναγκαίο διαχωρισμό των ρόλων ανάμεσα στο κράτος και την Εκκλησία, που εξάλλου δεν είναι ένα αποκλειστικά συνταγματικό θέμα. Αλλά αφορά ένα δαιδαλώδες νομοθετικό και κανονιστικό πλέγμα το οποίο δεν αλλάζει από τη μια μέρα στην άλλη. Αντίθετα η αλλαγή του προϋποθέτει διάλογο με σεβασμό και ειλικρίνεια. Προϋποθέτει καλή θέληση και μακρόχρονη κοινή εργασία. Και θέλω να διαβεβαιώσω και από αυτό εδώ το βήμα την ηγεσία της Εκκλησίας, ότι εμείς προσερχόμαστε σε αυτό το διάλογο με ακριβώς αυτό το πνεύμα. Το ίδιο εξάλλου με έχει διαβεβαιώσει και ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος, με τον οποίο μας συνδέει, θέλω να πιστεύω, αμοιβαία εκτίμηση και ο διάλογός μας έχει, νομίζω, εδώ και τρία χρόνια τώρα, ωριμάσει αρκετά, ώστε να γνωρίζουμε πια τι είναι αναγκαίο και τι είναι αμοιβαία επωφελές, τόσο για την Εκκλησία όσο και για την πολιτεία.
Ο τελευταίος άξονας των προτάσεων που καταθέτουμε σήμερα, αφορά την ενίσχυση της προστασίας των κοινωνικών δικαιωμάτων. Δεν θέλω να πω πολλά. Όλοι και όλες μας γνωρίζουμε την επίθεση στα κοινωνικά δικαιώματα, ιδιαίτερα τα χρόνια των μνημονίων αλλά και πριν απ’ αυτά, μια επίθεση η οποία ήταν ταυτισμένη με μια ιδεολογία που άρχισε να κυριαρχεί στην οικονομία κυρίως, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στην Ευρώπη, με το νεοφιλελευθερισμό. Όλοι και όλες μας γνωρίζουμε την απαξίωση του δικαιώματος στην εργασία, την τάση για απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, την αποδυνάμωση της προστασίας των κοινών αγαθών, την συνταγματική αφωνία για κρίσιμα πεδία του κοινωνικού κράτους. Και από την πρώτη στιγμή αυτής της μακρόχρονης διαδικασίας του διαλόγου είχαμε πάρει συγκεκριμένη θέση. Είχαμε διακηρύξει την βούληση μας για ένα Σύνταγμα που θα προστατεύει δημόσια αγαθά, όπως
· το νερό και την ηλεκτρική ενέργεια από την επέλαση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας
· που θα κατοχυρώνει εμφατικά την προστασία της εργασίας και των εργαζομένων
· που θα αναγνωρίζει την αποκλειστική αρμοδιότητα των κοινωνικών εταίρων να ορίζουν τον κατώτατο μισθό
· που θα ενισχύει τις κρατικές εγγυήσεις για παροχή υπηρεσιών υγείας και καθολική πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας σε όλους τους πολίτες.
Και όλες αυτές είναι προτάσεις στις οποίες επιμένουμε. Πόσο δε μάλλον όταν έχουμε όλοι ζήσει στο πετσί μας την εμπειρία των μνημονίων. Αν υπήρχε ένας λόγος να επιμένουμε πριν, υπάρχουν δέκα λόγοι να επιμένουμε σήμερα.
Βεβαίως, όλες αυτές οι προτάσεις είναι και προτάσεις οι οποίες αντανακλούν όχι μόνο στις δικές μας ιδεολογικές προτιμήσεις, αλλά είναι και προτάσεις που ακουμπούν στις πραγματικές ανάγκες, τις αγωνίες της ελληνικής κοινωνίας αλλά και στις προσδοκίες των πολιτών από το πολιτικό σύστημα, αλλά και από εμάς που σήμερα έχουμε την κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Κλείνω λέγοντας ότι:
Έχουμε μπροστά μας μια πολύ σημαντική ευκαιρία, που δεν πρέπει να την αφήσουμε να πάει χαμένη. Δεν έχουμε το δικαίωμα να αφήσουμε άλλη μια πενταετία χωρίς αναθεώρηση του Συντάγματος, γιατί περί αυτού πρόκειται, να αφήσουμε άλλη μια πενταετία να πάει χαμένη. Οι συνθήκες είναι ώριμες. Οι ανάγκες είναι πιεστικές. Και οι καιροί δεν μπορούν να περιμένουν.
Διάβασα όμως χθες, μετά την επιστολή που έστειλα στους πολιτικούς αρχηγούς και στην οποία τους ζητώ να συμμετέχουν με προτάσεις, με ιδέες στη διαδικασία που το ίδιο το Σύνταγμα προβλέπει μέσα στη Βουλή, την αναθεωρητική διαδικασία που εμείς θα εκκινήσουμε με πρόταση 50 βουλευτών, και βεβαίως τους έθεσα και υπόψη τους τον τόμο –γιατί περί ενός μεγάλου τόμου πρόκειται- που είναι το αποτέλεσμα του εθνικού διαλόγου και τις προτάσεις που έχουν μαζευτεί.
Διάβασα όμως την αντίδραση στην επιστολή μου της Νέας Δημοκρατίας και ειλικρινά μου δημιουργήθηκαν ερωτήματα. Δεν ξέρω αν αυτή θα είναι και η επίσημη θέση. Ελπίζω όχι, αλλά αν είναι αυτή, δημιουργούνται ερωτήματα.
Διαπίστωσα κατ’ αρχήν μια αμήχανη στάση. Μια, επιτρέψτε μου την έκφραση, παιδιάστικη αντίδραση: Βάλτε και τα δικά μου αλλιώς εγώ δεν παίζω… Ή μια αντίδραση που αντιστοιχεί σε τζογαδόρους, και όχι σε σοβαρές και υπεύθυνες πολιτικές δυνάμεις, όταν μάλιστα διάβαζα διαρροές να μιλούν με χαρτοπαιχτικούς όρους, του τύπου «ρελάνς» και άλλα παρόμοια. Και πράγματι η πρόταση, αν είναι αυτή, επαναλαμβάνω, της ΝΔ, να ανοίξουμε τώρα και να ψηφίσουμε όλοι μαζί άρθρα με τα οποία δεν συμφωνούμε, ώστε αυτά να πάρουν τώρα 180 ψήφους και παραπάνω και μετά να αναθεωρήσει όποια άρθρα θέλει η επόμενη πλειοψηφία, πράγματι είναι πρόταση- ρουλέτα, που, αν είναι, επαναλαμβάνω, ελπίζω να μην είναι, η πρόταση της ΝΔ, δείχνει δυστυχώς, με κραυγαλέο τρόπο, την έλλειψη θεσμικής ωριμότητας και θεσμικής υπευθυνότητας από το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Γιατί ο ίδιος ο νομοθέτης ορίζει πώς πρέπει να είναι αυτή η κορυφαία διαδικασία, η διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος. Με δυο ψηφοφορίες, σε δυο διαδοχικές κοινοβουλευτικές περιόδους, που χρειάζεται η μία να έχει 151 και η άλλη 180 ψήφους ή η μία να έχει 180 και η άλλη 151. Γιατί; ακριβώς επειδή ο ίδιος ο νομοθέτης επιθυμεί οι αναθεωρήσεις να εστιάζουν στα σημεία εκείνα όπου μπορούν να επιτευχθούν συναινέσεις, ή σε σημεία που αποτελούν ώριμα αιτήματα της κοινωνίας, και άρα αναγκάζουν τις πολιτικές δυνάμεις να συναινέσουν. Δεν προέβλεψε αυτή τη διαδικασία ο νομοθέτης προκειμένου κάθε φορά που ανοίγει αυτή η διαδικασία, η μια πολιτική δύναμη να προσκαλεί την άλλη σε «Μονομαχία στον κόκκινο ήλιο», και όποιος κερδίσει να αλλάζει αυτά που θέλει αυτός. Αυτό είναι αδιανόητο. Δεν έχει συμβεί ποτέ στα χρονικά, τα μεταπολιτευτικά τουλάχιστον, αλλά και παλιότερα, να έρθει μια τέτοια πρόταση κατά τη διαδικασία της συνταγματικής αναθεώρησης, που αναδεικνύει την θεσμική ανωριμότητα και ανευθυνότητα.
Όπως, βεβαίως, και η χθεσινή τοποθέτηση του κοινοβουλευτικού εκπροσώπου της Ν.Δ., εδώ στη Βουλή, για την οποία ενημερώθηκα, που έψαχνε επιχειρήματα για να δικαιολογήσει πιθανή απουσία του κόμματός τους από την αναθεωρητική διαδικασία, λέγοντας, μεταξύ άλλων, ότι γίνεται βεβιασμένα και στο τέλος της κυβερνητικής θητείας. Μα θέλω να θυμίσω ότι αρχίσαμε το διάλογο αυτό δυο χρόνια πριν, και, βεβαίως, να του θυμίσω ότι έχουμε ένα χρόνο ακόμη μπροστά μας, υπάρχει ένας χρόνος ακόμη κυβερνητικής θητείας. Άλλο που αυτοί εδώ και δυόμισι χρόνια φαντασιώνονται κάθε μέρα το τέλος… και διαρκώς πέφτουν έξω στις προβλέψεις τους.
Αλλά το πιο σημαντικό που θέλω να θυμίσω είναι ότι η Συνταγματική Αναθεώρηση αυτή, για την οποία τώρα θέλουμε να εκκινήσουμε τη διαδικασία, και να την ολοκληρώσουμε –είναι λαϊκό αίτημα να την ολοκληρώσουμε- έπρεπε να είχε γίνει τέσσερα χρόνια πριν, όχι τώρα, και δεν έγινε με απόλυτη την ευθύνη της κυβέρνησης Σαμαρά. Καθώς, ενώ είχε καταθέσει προτάσεις μια επιτροπή με επικεφαλής μάλιστα τότε τον σημερινό Πρόεδρο της Δημοκρατίας, επέλεξε τις προτάσεις αυτές να τις κρατήσει στο συρτάρι, να μην τις καταθέσει ποτέ στη Βουλή, καθώς εσκεμμένα επέσπευσε τη διαδικασία εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας, που γνώριζε ότι δεν θα τελεσφορήσει, κατά τέσσερις σχεδόν μήνες νωρίτερα από την προκαθορισμένη ημερομηνία, με αποτέλεσμα να πάει στις καλένδες η προσπάθεια για τη συνταγματική αναθεώρηση.
Και θέλω επίσης να υπογραμμίσω κάτι που έχει την αξία του, ότι πολύ μεγάλο μέρος από τις προτάσεις εκείνες της Επιτροπής Παυλόπουλου συμπεριλαμβάνεται στις προτάσεις που σήμερα εμείς καταθέτουμε. Μαζί με άλλες, βεβαίως, που αποτελούν το δικό μας πολιτικό και ιδεολογικό στίγμα, όπως και κάθε πολιτική δύναμη έχει το δικαίωμα -και την υποχρέωση, εγώ θα πω- να καταθέσει στον κοινοβουλευτικό διάλογο.
Άρα, τι είναι αυτό που πραγματικά ωθεί το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης και τον κ. Μητσοτάκη σε αυτή την θεσμικά κωμικοτραγική συμπεριφορά, και στην αναζήτηση επιχειρημάτων προκειμένου να αποδράσει από την Αναθεώρηση;
Πολύ φοβάμαι ότι αυτό που οδηγεί τον κο Μητσοτάκη σε αυτή τη στάση είναι η ενδόμυχη επιθυμία του να μην αλλάξει ο νόμος περί ευθύνης υπουργών. Να μην αλλάξει αυτό το θεσμικό έκτρωμα, που δηλητηριάζει τις σχέσεις των πολιτών με το πολιτικό σύστημα.
Εμείς, λοιπόν, τον καλούμε να αναλάβει τις ευθύνες του. Να αναλάβει τις ευθύνες του με καθαρές κουβέντες και όχι με μισόλογα. ‘Όχι μόνο ενώπιον των αντιπροσώπων του λαού, μέσα στην αίθουσα της Βουλής, αλλά ενώπιον του λαού. Και βεβαίως δεν θα αφήσουμε εμείς για μια ακόμη πενταετία θεσμικά εκτρώματα να μολύνουν τη σχέση εμπιστοσύνης ανάμεσα στους πολίτες και στο πολιτικό σύστημα, ό,τι και να επιλέξει αυτός να κάνει. Και καλούμε όλα τα πολιτικά κόμματα να αναλάβουν τις ευθύνες τους ενώπιον του ελληνικού λαού που μας κρίνει.
Τώρα, όμως, είναι η ώρα των αποφάσεων. Και, βεβαίως, ποτέ δεν θα βρεθούμε στην καλύτερη δυνατή στιγμή. Πάντοτε θα υπάρχουν διαφορές μεταξύ μας. Αυτή η αναβλητικότητα, όμως, υποκρύπτει σκοπιμότητες, τις οποίες εμείς όμως δεν θα αφήσουμε να πέσουν κάτω. Τώρα είναι η ώρα της ευθύνης. Τώρα είναι η ώρα των αποφάσεων.
Πηγαίνουμε λοιπόν την πρωτοβουλία για την αναθεώρηση του Συντάγματος στην κοινοβουλευτική διαδικασία, συναισθανόμενοι την μεγάλη μας ευθύνη απέναντι στον λαό, αλλά και απέναντι στην ιστορία, και καλούμε όλες τις πολιτικές δυνάμεις να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων.