Γράφει ο Μανώλης Κοττάκης
Ο Τσίπρας κινήθηκε στα γνωστά υψηλά στάνταρ κατά την τελευταία κοινοβουλευτική αντιπαράθεση με τον Κυριάκο Μητσοτάκη: άνεση στον λόγο, τακτικισμός σε πρωτολογία και δευτερολογία, λαϊκισμός και κορόνες στην καταγγελία. Ωστόσο, για πρώτη φορά από τον καιρό που παρακολουθώ τις αναμετρήσεις τους στη Βουλή ο πρωθυπουργός διέπραξε ένα κρίσιμο λάθος τακτικής, το οποίο προδίδει ανασφάλεια: Ζήτησε τη διεξαγωγή πρόωρου ντιμπέιτ με τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης επί όλων των θεμάτων. Ούτε αύριο ούτε μεθαύριο – τώρα.
Η πολιτική ιστορία μας, όμως, διδάσκει ότι τα ντιμπέιτ τα ζητούν μετ’ επιτάσεως αυτοί που χάνουν. Ή, εν πάση περιπτώσει, όσοι μπαίνουν στην τελική ευθεία των εκλογών δεύτεροι και άγχονται να μειώσουν το εύρος της διαφοράς. Ο πρώτος που επέμεινε για τη διεξαγωγή ντιμπέιτ για να κερδίσει πόντους από τον αντίπαλό του ήταν ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης. Με εξαίρεση μια κοινή εμφάνιση των πολιτικών αρχηγών στο Πάντειο το 1990, ο Παπανδρέου δεν έκανε ποτέ το χατίρι να σταθεί απέναντι στον Μητσοτάκη, ο οποίος ζούσε για τη στιγμή – «αποστασία» ήταν αυτή, κάποτε έπρεπε να τα πουν. Ντιμπέιτ ζητούσε και ο Μιλτιάδης Εβερτ από τον Σημίτη στις εκλογές του 1996, πιστεύοντας ότι θα τον συνέτριβε. Τα κατάφερε – ήταν το πρώτο. Ηταν όμως τέτοια η σύνθεση του πάνελ των δημοσιογράφων που έκαναν τις ερωτήσεις, ώστε ήταν αδύνατον να νικήσει ο Εβερτ. Ολοι ξέρουμε γιατί: Το συγκρότημα που τον ανακήρυξε «εν αναμονή πρωθυπουργό» ήταν και εκείνο που του τράβηξε το χαλί κάτω από τα πόδια.
Για να επιστρέψουμε λοιπόν στον Αλέξη, προσωπικά διάβασα το αίτημά του για ντιμπέιτ ως ένα απεγνωσμένο μήνυμα SOS: «Δεν έχω χρόνο. Πρέπει να κερδίσω πάση θυσία τον Μητσοτάκη σε εθνικό δίκτυο για να μειώσω τη διαφορά».
Ο κ. Τσίπρας κάνει, όμως, ένα διπλό λάθος: Πρώτον, υπερεκτιμά τις δυνατότητές του έναντι του Κυριάκου Μητσοτάκη. Θεωρεί ότι η πείρα και η άνεση που έχει αποκτήσει συμμετέχοντας ως επικεφαλής σχημάτων σε δέκα εκλογικές αναμετρήσεις έως τώρα τον καθιστούν φαβορί έναντι του «παρθένου» Κυριάκου Μητσοτάκη. Κάνει λάθος. Δεν πάει έτσι. Γι’ αυτό και ο Μητσοτάκης, που εδώ και καιρό προπονείται εντατικά για να καλύψει τις αδυναμίες του, σήκωσε αμέσως το «γάντι».
Ο δεύτερος λάθος υπολογισμός που κάνει ο πρωθυπουργός είναι πως τα ντιμπέιτ ανατρέπουν ρεύματα και πρωτοπορίες. Δεν ισχύει αυτό. Δεν είμαστε στην εποχή του μπαλκονιού. Ο κ. Τσίπρας νικά στα λόγια τέσσερα χρόνια τώρα και χάνει στους αριθμούς. Μόνο ένα συντριπτικό χτύπημα στον αντίπαλό του θα μπορούσε να επιφέρει μείζονες αλλαγές στους πολιτικούς συσχετισμούς. Αλλά αυτό δεν συμβαίνει ούτε στη Βουλή εσχάτως -συνέβαινε τα έτη 2016-2017-, γιατί ο Κυριάκος ασχολήθηκε συστηματικά με τις αδυναμίες του και βελτίωσε κατά πολύ την κοινοβουλευτική του παρουσία. Δεν είναι βεβαίως ο ετοιμόλογος ρήτωρ Κωνσταντίνος Μητσοτάκης -και ποιος άλλος είναι, μεταξύ μας;-, αλλά δεν είναι και ο Κυριάκος των πρώτων αντιπαραθέσεων. Κατά συνέπεια, το πιθανότερο που μπορεί να επιτύχει ένας πρωθυπουργός ο οποίος αποφασίζει να τοποθετήσει δίπλα του έναν αρχηγό αξιωματικής αντιπολίτευσης στο πλαίσιο ενός ντιμπέιτ είναι να δώσει την ευκαιρία στο εκλογικό σώμα να φανταστεί τον αντίπαλό του «πρωθυπουργό». Εχει τάσεις αυτοχειρίας ο κ. Τσίπρας. Αναμφισβήτητα.