Γράφει ο Μανώλης Κοττάκης
Μήνες μετά την άνοδο της Ν.Δ. στην εξουσία και αφού είχαν ήδη προηγηθεί τα επεισόδια με τα πτυχία του υφυπουργού Απόδημου Ελληνισμού Αντώνη Διαματάρη και των διοικητών νοσοκομείων (υπόθεση Καρδίτσας κ.ά.), κορυφαίος κυβερνητικός αξιωματούχος με ρώτησε στο περιθώριο κοινωνικής εκδήλωσης τι, κατά την άποψή μου, έπρεπε να προσέξει η κυβέρνηση το επόμενο διάστημα.
«Πολιτική με συμβουλές, βεβαίως, δεν γίνεται», κατά τη ρήση του Κωνσταντίνου Καραμανλή ούτε και εμείς οι δημοσιογράφοι (οι οποίοι είμαστε έξω από τον χορό) τα ξέρουμε όλα. Άλλο να παρατηρείς το τοπίο από την πλαγιά ενός βουνού και άλλο από την κορυφή! Φλερτάρεις με το σφάλμα.
Εν πάση περιπτώσει, αν μας βοηθά κάτι στο να λέμε και εμείς καμιά κουβέντα -άλλοτε σωστή, άλλοτε λάθος- αυτό είναι η κτηθείσα πείρα μας από το ρεπορτάζ. Τα επαναλαμβανόμενα μοτίβα κατά τη διακυβέρνηση. Ανεξαρτήτως παρατάξεων και ιδεολογιών, η εξουσία παρασύρει συνήθως τους πολιτικούς στα ίδια λάθη που έχουν την αυτή κατάληξη. Όταν μου ετέθη το ερώτημα, ο ΣΥΡΙΖΑ, με την πενιχρή του εκπροσώπηση στα μέσα ενημέρωσης, επιχειρούσε να θέσει ζήτημα διαφάνειας στον διαγωνισμό των νέων ταυτοτήτων και ενέπλεκε συγκεκριμένα πρόσωπα. Περιέργως πώς μέρες μετά, την επιχειρηματολογία της Αριστεράς είχε υιοθετήσει (κομψά) στις εσωτερικές της σελίδες ιστορική εφημερίδα του τόπου.
Απάντησα στον αγαπητό συνομιλητή μου ως εξής: Υπάρχουν νομίζω τέσσερις αυτονόητοι κανόνες. Ο πρώτος είναι απλός: Να μην είσαι εκβιάσιμος. Να μη διαφθείρεσαι. «Οποιος θέλει να έχει το στόμα του ανοικτό, πρέπει να έχει τα… οπίσθια νώτα του κλειστά», κατά τη διάσημη στους κύκλους μας ατάκα του δημοσιογράφου Γιάννη Καψή. Ο δεύτερος κανόνας είναι πως τα νέα αργά ή γρήγορα φθάνουν στους πολίτες. Ακόμη και αν τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης σε δοξάζουν από το πρωί έως το βράδυ και δημοσιεύουν διαρκώς τη φωτογραφία σου, ακόμη και αν τα κυρίαρχα μέσα υποβαθμίζουν τα όποια στραβοπατήματα των υπουργών σου στα δελτία τους ή τα θάβουν σε εσωτερικές σελίδες τους, έρχεται μια στιγμή κατά την οποία το πράγμα δεν «κρατιέται». Τα συνήθη τηλέφωνα των εκπροσώπων προς τις ιδιοκτησίες για να πέσει το θέμα «χαμηλά» δεν εισακούγονται όταν ο κόσμος επαναστατεί.
Το σύστημα πλέον έχει τρύπες. Δεν είμαστε στην εποχή του Σημίτη, που εξαφανίζονταν όλα και έπρεπε να περάσουν είκοσι χρόνια για να τα μάθουμε σήμερα εξαιτίας κάποιας δικαστικής έρευνας. Οι κυβερνήσεις ελέγχονται πλέον σε συνθήκες ημι-άμεσης δημοκρατίας από τα κοινωνικά δίκτυα (που έχουν χίλια αρνητικά, αλλά και ορισμένα θετικά) και από ορισμένες πρωινές εκπομπές (που βομβαρδίζονται από e-mails οργισμένων τηλεθεατών μόλις κρύψουν κάτι).
Ο τρίτος κανόνας είναι η ατμόσφαιρα. Οι κυβερνήσεις συνήθως δεν διαβάζουν καλά την ατμόσφαιρα. Θεωρούν πως αν ένα θέμα παίξει στα ΜΜΕ αλλά «χαμηλά», δεν επιστρέφει ποτέ στην ατζέντα. Επιστρέφει. Ανέφερα στον συνομιλητή μου εκείνης της βραδιάς δύο κορυφαία τέτοια παραδείγματα που έζησα στο ρεπορτάζ. Το πρώτο: Κυβερνητική απόφαση που υπεγράφη το έτος Χ ανεσύρθη από την αντιπολίτευση και άλλες δυνάμεις το έτος Χ+4 (τέσσερα ολόκληρα χρόνια αργότερα, δηλαδή), για να πλήξει έναν πρωθυπουργό. Και μολονότι σκευωρία (όπως απεδείχθη εκ των υστέρων) τον έπληξε.
Το δεύτερο: Πρωθυπουργός ρωτήθηκε για το «πόθεν έσχες» συνεργάτη του το έτος Χ, κατά τη διάρκεια του οποίου ήταν κυρίαρχος και άφθαρτος πολιτικά. Απάντησε ότι η περιουσία του απεκτήθη κατά την επαγγελματική του σταδιοδρομία στον ιδιωτικό τομέα και όχι εξαιτίας της ενασχόλησής του με την πολιτική και οι απορίες ελύθησαν. Δεν άνοιξε μύτη. Δύο χρόνια αργότερα, κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου, του έγινε η ίδια ακριβώς ερώτηση και έδωσε την ίδια ακριβώς απάντηση. Σηκώθηκε κατακραυγή. Ο υπουργός παραιτήθηκε λίγο μετά. Τι είχε μεσολαβήσει, τι είχε αλλάξει; Η ατμόσφαιρα. Η πολιτική και κοινωνική ατμόσφαιρα. Αυτό οι δημοσκοπήσεις δεν στο λένε εγκαίρως. Οι δημοσκοπήσεις συνήθως σε παραπλανούν. Οι δημοσκοπήσεις σπανίως φθάνουν στο κοινωνικό υπέδαφος. Μόνον αν έχεις αντένες στους ανά την επικράτεια καφενέδες το συλλαμβάνεις.
Υπάρχει, τέλος, και ένας τέταρτος κανών: Να προσέχεις τον κόσμο σου. Να μην τον θεωρείς δεδομένο. Να μην τον γράφεις στα παλαιότερα των υποδημάτων σου. Είτε τα ζητήματα είναι αξιακά (όπως η πίστη του) είτε είναι ηθικά και υλικά (όπως τα περίφημα voucher κατάρτισης για χιλιάδες επιστήμονες).
Τι συνέβη στη συγκεκριμένη περίπτωση -έρχομαι στο επίδικο- στην οποία ο ΣΥΡΙΖΑ, έπειτα από μήνες αντιπολιτευτικής αμηχανίας, κατάφερε να κτυπήσει πολιτική φλέβα; Απλό. Η κυβέρνηση έδωσε μία πρόχειρη λύση σε ένα πρόβλημα που καίει τμήμα της μεσαίας τάξης, η οποία αποτέλεσε τον εκλογικό της κορμό. Μια λύση που εισήγαγε διάκριση και προσέβαλε χιλιάδες πτυχιούχους επιστήμονες, οι οποίοι κλήθηκαν να παρακολουθήσουν ένα πρόγραμμα τηλεκατάρτισης για άνεργους αποφοίτους δημοτικού! Δεν έκαναν λάβαρο όλοι αυτοί τον ατυχή Καρανίκα για να τους φερθεί έτσι η παράταξή τους!
Και το χειρότερο: Το πρόγραμμα προέβλεπε 200 ευρώ εξόφληση για έκαστο επιστήμονα, αλλά 20.000.000 ευρώ για εκείνους που θα τους κατάρτιζαν. Τα νέα δεν άργησαν να μαθευτούν. Η Ελλάς δεν είναι Κίνα, που δεν μιλάει κανείς. Εδώ μιλάνε όλοι. Γι’ αυτό και κανένα κανάλι δεν μπορεί να προστατέψει καμία κυβέρνηση, αν μια απόφαση γίνεται θέμα συζήτησης σε ολόκληρη την κοινωνία. Αλλη «η Ελλάς του 2000 που γίνανε όλοι βασιλιάδες», που έλεγε ένα τραγούδι, και άλλη η Ελλάς του 2020.
Ως προς τις πολιτικές συνέπειες τώρα, ένα έχω να σημειώσω. Από τη στιγμή που το σκάνδαλο το φορτώθηκε ο υπουργός Εργασίας και η ομάς Στουρνάρα στο υπουργικό συμβούλιο (Αδωνις, Βρούτσης, Γιάννης συνδέονται πολιτικά), ο πρωθυπουργός δεν διατρέχει αυτή τη στιγμή στρατηγικό κίνδυνο. Έχει μεγάλο απόθεμα εμπιστοσύνης. Είτε καρατομηθεί ο υπουργός Εργασίας είτε όχι, το αποτέλεσμα θα είναι ένα και το αυτό. Η θύελλα θα περάσει.
Αλλά προσοχή: Η κηλίδα μένει και προστίθεται στις προηγούμενες. Προϋπόθεση για να μην υποστεί στρατηγική βλάβη η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός είναι να μην ανακαλύψει η αντιπολίτευση -που μελετά τις Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου γραμμή γραμμή- και άλλα τέτοια. Γιατί όταν αλλάζει η ατμόσφαιρα, έρχεται μια στιγμή που εξαιτίας μιας ασήμαντης αφορμής γίνονται βουνό οι εντυπώσεις και αρχίζεις και πληρώνεις και όλα τα προηγούμενα λάθη μαζί. Και τότε δεν φθάνει η διόρθωση του λάθους από την κορυφή, οι πολίτες παύουν να ομιλούν για την αρετή, άλλα σκέπτονται.
Εάν υπάρχει, λοιπόν, μια προτεραιότητα αυτή τη στιγμή, αυτή είναι το ξεσκόνισμα όλων των αποφάσεων που ελήφθησαν. Και αν υπάρχουν υπουργοί οι οποίοι έβαλαν υπογραφή σε αμφισβητούμενες αποφάσεις, τότε να ανακληθούν και αυτές, αλλά και να ανακληθούν και οι υπουργοί στον ανασχηματισμό, που νομίζω -η κτηθείσα πείρα το λέει, δεν έχω πληροφορία- δεν θα αργήσει. Το να αφήσει κανείς τον Τσίπρα, που επί τέσσερα χρόνια αρνήθηκε να καρατομήσει μισό υπουργό -πλην της αναπληρώτριας υπουργού Εργασίας Ράνιας Αντωνοπούλου-, να αλωνίζει δεν είναι σοφό.
Η Κεντροδεξιά υποτίθεται είναι άλλη. Γι’ αυτό οι Ελληνες την ανέβασαν στην αρχή.