Γράφει ο Μιχάλης Ιγνατίου
Ο στρατηγικός διάλογος των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ελλάδας, που ξεκίνησε το πρωί της Πέμπτης και κράτησε έξι και πλέον ώρες, ολοκληρώθηκε με επιτυχία.
Αυτό δεν σημαίνει ότι επιλύθηκαν όλα τα θέματα, ούτε ότι αύριο η Αμερική θα προστατεύσει τη χώρα μας από κάθε επιβουλή. Όχι. Διότι δεν γίνονται έτσι οι «καλές δουλειές». Χρειάζεται χρόνος, προσπάθεια και έντιμη και καλή συνεργασία. Όμως, οι ΗΠΑ και η Ελλάδα είναι πλέον στρατηγικοί σύμμαχοι και αυτό έχει πολύ μεγάλη σημασία.
Η συνεργασία αφορά πολλούς τομείς, αλλά κανείς πρέπει να σταθεί στην άμυνα, την ασφάλεια, την ενεργειακή συνεργασία και την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν είναι ίδια η σημασία της περιφερειακής Πολιτικής και της Οικονομίας, του κράτους Δικαίου, του εμπορίου, των επενδύσεων και της καινοτομίας, αλλά και οι επαφές των Πολιτών.
Η Ελλάδα, σε συνεργασία με την Κύπρο, το Ισραήλ, την Ιορδανία, και την Αίγυπτο στη Μεσόγειο και τις χώρες της γειτονιάς των Βαλκανίων, μέσα από τον στρατηγικό διάλογο με τις ΗΠΑ, αναδεικνύεται σε περιφερειακό παράγοντα. Θα μπορούσε να εξελιχθεί και σε περιφερειακή δύναμη εάν οι Έλληνες πολιτικοί αντιμετωπίσουν τη νέα συνεργασία με την Αμερική, με ιδιαίτερη προσοχή και σοβαρότητα, και όχι με τον ωχαδερφισμό που τους διακρίνει.
Στη διάρκεια των συζητήσεων καλύφθηκαν τα πάντα. Έγινε μία ανοικτή και χωρίς όρια συζήτηση και όπως μας είπαν διπλωμάτες και των δύο χωρών, οι διαφωνίες ήταν ελάχιστες. Τα ονόματα δύο χωρών που ακούστηκαν πολύ στις εξάωρες συζητήσεις ήταν αυτά της Ρωσίας και της Τουρκίας. Θα μπορούσα να υποστηρίξω -χωρίς να υπάρχει περίπτωση διάψευσης- ότι οι Έλληνες αξιωματούχοι άκουσαν τις θέσεις των Αμερικανών ομολόγων τους για τα θέματα αυτά με ικανοποίηση. Θα ήταν ανεύθυνο σε αυτή την κρίσιμη στιγμή των συζητήσεων να γίνουν αποκαλύψεις χάριν της δημοσιογραφικής επιτυχίας. Διότι σημασία έχει να είναι καλό το αποτέλεσμα για την Πατρίδα μας.
Οι προοπτικές, λοιπόν, είναι καλές για την Ελλάδα, ανεξάρτητα από την τελική απόφαση των Αμερικανών για την Τουρκία. Διότι όλο και περισσότερο τείνουν να αποδεχθούν το …πεπρωμένο, ότι η κατοχική δύναμη υπό τον Ταγίπ Ερντογάν, προτιμά τη Ρωσία του Βλαντιμίρ Πούτιν παρά την υπερδύναμη Αμερική του Ντόναλντ Τραμπ. Ας μην κάνουμε λάθος στην ανάλυσή μας: Οι ΗΠΑ δεν έχουν εγκαταλείψει ακόμα την προσπάθεια «να τα βρουν» με την Τουρκία. Προσωπικά δεν αποκλείω ακόμα και να κάνουν κάποιες υποχωρήσεις, για να σταματήσουν τη ρωσική άλωση της Τουρκίας.
Όμως, είναι την ίδια στιγμή και παράξενοι οι Αμερικανοί. Όταν αποφασίσουν να αντιδράσουν το κτύπημα είναι «θανατηφόρο». Και σίγουρα είναι μία αντίδραση την οποία γνώρισε -για μερικά 24ωρα- ο Ταγίπ Ερντογάν, το περασμένο καλοκαίρι. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι με ένα μήνυμα του Τραμπ στο Twitter, κινδύνευσε με κατάρρευση η τουρκική οικονομία.
Ο πρόεδρος της Τουρκίας αντιλήφθηκε και κάτι άλλο: ότι ο Πούτιν δεν μπορεί να του καλύψει τις ζημιές… Παρ’ όλα αυτά, παρά το μεγάλο μάθημα του καλοκαιρού, προτιμά τη Μόσχα από την Ουάσιγκτον. Και αυτή η ξεροκεφαλιά του «γέννησε» μία άλλη συμμαχία, του Ισραήλ με την Κύπρο, την Ελλάδα και μέσω αυτών, και άλλων χωρών, που θα χρησιμοποιήσει η Ουάσιγκτον για την ενέργεια και άλλα σοβαρά θέματα που απασχολούν κράτη και λαούς της γειτονιάς μας…