Τα κυριότερα σημεία της παρέμβασης του Κυριάκου Μητσοτάκη στη Βουλή, στο πλαίσιο της συζήτησης για τη Συνταγματική Αναθεώρηση:
Είχα προτείνει στον κ. Τσίπρα στην πρώτη μας συνάντηση, να ψηφίσει η Ν.Δ. όλα τα άρθρα που προτείνει η Κυβέρνηση και ο ΣΥΡΙΖΑ όλα τα άρθρα που προτείνει η Ν.Δ. Μόνο έτσι θα διασφαλιζόταν μία ευρεία Αναθεώρηση με λαϊκή νομιμοποίηση. Αυτή την πρόταση επαναλαμβάνω και σήμερα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ επιδιώκει να εμποδίσει κάθε μεταρρυθμιστική αλλαγή για πολλά χρόνια. Αυτά είναι τα κεφάλαια στα οποία αρνείται τις αναγκαίες αλλαγές: Δημόσια Διοίκηση, Εκπαίδευση, Ανάπτυξη, Δικαιοσύνη, Δημοσιονομική Σταθερότητα, Περιβάλλον. Εμείς θα τις υλοποιήσουμε
Η χώρα χρειάζεται σήμερα μια λειτουργική δημοκρατία. Που θα εγγυάται την πολιτική σταθερότητα, που θα εξασφαλίζει τη διάκριση των εξουσιών και κυρίως τον έλεγχο της εκτελεστικής εξουσίας. Αυτές οι ανάγκες αποτυπώνονται στις προτάσεις μας.
Προωθούμε την αναπτυξιακή προοπτική της χώρας μέσα από ένα σταθερό και ορθολογικό οικονομικό περιβάλλον για τους πολίτες και τις επιχειρήσεις.
Το νέο Σύνταγμα που προτείνουμε δίνει προτεραιότητα στην κοινωνική αλληλεγγύη και στην αξιοκρατία σε όλες τις βαθμίδες του κράτους. Ώστε όλοι οι Έλληνες να έχουν ίσες ευκαιρίες προόδου. Και να απελευθερωθεί το σπουδαίο ανθρώπινο δυναμικό της χώρας.
Κανείς δεν πρέπει να κλείνει στους νέους δύο παράθυρα στο αύριο: Την Παιδεία με την οποία θα χτίσουν την ζωή τους. Και το Περιβάλλον μέσα στο οποίο θα ζήσουν. Γι’ αυτό σας καλώ να ψηφίσουμε από κοινού την αναθεώρηση των άρθρων 16 και 24. Το οφείλουμε στη νέα γενιά”.
Ομιλία του Προέδρου της Νέας Δημοκρατίας, κ. Κυριάκου Μητσοτάκη
στη συζήτηση για τη Συνταγματική Αναθεώρηση
Κυρίες και κύριοι βουλευτές,
Άκουσα με προσοχή την ομιλία του Γενικού Γραμματέα του ΚΚΕ και τις θέσεις και τις απόψεις του για τη συνταγματική Αναθεώρηση. Πρέπει να πω ότι είναι συνεκτικές και σίγουρα συνεπείς με τον ιδεολογικό πυρήνα των θέσεων του ΚΚΕ. Και σέβομαι απόλυτα την θέση του κόμματος που εκπροσωπεί, ότι κατά την άποψη του οι 180 βουλευτές θα πρέπει να είναι το ζητούμενο στην αναθεωρητική βουλή και όχι στην προτείνουσα βουλή. Οφείλω να επισημάνω, όμως, κ. Γενικέ Γραμματέα ότι το Σύνταγμα δεν ορίζει αυτό. Εάν το Σύνταγμα επέβαλε αυξημένη πλειοψηφία στην αναθεωρητική βουλή τότε θα το καθόριζε ρητώς.
Δεν μπορώ να πω όμως το ίδιο για την ομιλία του Πρωθυπουργού. Και ακούγοντας τον να διαβάζει την ομιλία του για το Σύνταγμα, σκεφτόμουν ότι ευτυχώς που νομίζετε κ. Τσίπρα ότι το ατού σας είναι η οικονομία και όχι τα συνταγματικά. Γιατί τότε θα ανησυχούσα ιδιαίτερα. Διότι για άλλη μια φορά επιδείξατε άγνοια βασικών ζητημάτων που αφορούν στο Σύνταγμα ή συνειδητή προσπάθεια διαστρέβλωσης των δικών μας θέσεων, καθώς και τώρα η μνήμη σας ήταν μάλλον επιλεκτική. Δεν αναφέρατε κ. Τσίπρα, στην ομιλία σας, ότι στην πρώτη μας συνάντηση την οποία είχαμε, λίγες εβδομάδες αφότου εξελέγην Πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας, τον Ιανουάριο του 2016, σας είχα θέσει ο ίδιος το ζήτημα της Συνταγματικής αναθεώρησης καταθέτωντας σας τότε μια πρόταση τολμηρή αλλά και κατά την άποψη μας βαθιά δημοκρατική και σίγουρα απολύτως συνεπής με το θέμα του Συντάγματος. Ποια ήταν η πρόταση αυτή; Ελάτε να ψηφίσουμε μαζί: η Νέα Δημοκρατία, τα άρθρα τα οποία ζητά ο ΣΥΡΙΖΑ να κριθούν αναθεωρητέα και ο ΣΥΡΙΖΑ τα άρθρα που η Νέα Δημοκρατία ζητά να κριθούν αναθεωρητέα, ώστε να προκύψει από την πρώτη, την προτείνουσα βουλή αυξημένη πλειοψηφία -άνω των 180 βουλευτών- και η επόμενη βουλή να μπορέσει με απλή πλειοψηφία να καθορίσει το περιεχόμενο του Συντάγματος. Ο λόγος για τον οποίον σας είχα καταθέσει αυτήν την πρόταση είναι απλός και έχει να κάνει με το γεγονός ότι η ίδια η αναθεωρητική φιλοσοφία συμπεριλαμβάνει μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης βουλής, της προτείνουσας και της αναθεωρητικής βουλής δηλαδή, τη λαϊκή εντολή, τις εκλογές. Γι’ αυτό μεσολαβούν εκλογές μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης κάλπης. Κατά συνέπεια, όταν ο λαός θα κληθεί να προσέλθει στις εκλογές, όποτε επιλέξετε, τελικά, να τις διεξάγετε, δεν θα ψηφίσει μόνο για κυβέρνηση αλλά θα ψηφίσει και για το περιεχόμενο των συνταγματικών διατάξεων. Εξού και δεν νοείται η προτείνουσα βουλή, κ. Κατρούγκαλε, να καθορίζει ούτε την κατεύθυνση, και πάντως σίγουρα όχι το περιεχόμενο των αναθεωρητέων διατάξεων. Τότε δεν θα είχε κανέναν λόγο η αναθεωρητική βουλή να έχει άποψη επί του συγκεκριμένου θέματος. Και σίγουρα δεν θα προνοούσε ο Συνταγματικός Νομοθέτης να έχουν μεσολαβήσει εθνικές εκλογές μεταξύ των δύο σταδίων της διαδικασίας.
Mε ρωτήσατε κ. Τσίπρα και μου απευθύνατε την πρόκληση: “γιατί δεν ψηφίζετε και τα υπόλοιπα άρθρα πλην του 32“. Δεν είναι μόνο το 32 τα οποίο ψηφίζουμε, δεν σας ενημέρωσαν καλά οι συνεργάτες σας, είναι και άλλα άρθρα στα οποία συμπίπτουμε. Λοιπόν σας επαναλαμβάνω την πρόταση μου, ψηφίστε όλα τα άρθρα που προτείνουμε εμείς αναθεωρητέα, να ψηφίσουμε και εμείς τα άρθρα που ζητάτε εσείς να αναθεωρηθούν. Αλλά όχι μισές δουλειές κ. Τσίπρα. Όχι μισές δουλειές. Εάν πιστεύετε τόσο πολύ στη δύναμη της λαϊκής εντολής, τότε δεν έχετε κανέναν λόγο να φοβηθείτε την πρόταση μας. Διότι πράγματι οι επόμενες εκλογές δεν θα έχουν ως μόνο αντικείμενο το ποιος θα κυβερνήσει τη χώρα για τα επόμενα τέσσερα χρόνια, αλλά και το περιεχόμενο του Συνταγματικού Χάρτη. Και οι πολίτες, βέβαια, θα γνωρίζουν και τις δικές σας προτάσεις και τις δικές μας προτάσεις. Και φάνηκε όλη αυτή η ανασφάλεια την οποία προβάλατε στη μισή σας ομιλία, με σενάρια, για το τι θα γίνει αν προκύψει αυξημένη πλειοψηφία ή όχι. Μα κ. Τσίπρα, αν ήσασταν τόσο σίγουρος ότι θα κερδίσετε τις εκλογές δεν θα κάνατε καμία τέτοια συζήτηση. Θα περίσσευε το θέμα. Γιατί τέτοιο άγχος; Γιατί τέτοια ανασφάλεια; Γιατί αναγκάζετε τον Υπουργό σας και εισηγητή της αναθεωρητικής διαδικασίας να πηγαίνει στους κοινοβουλευτικούς συντάκτες και να αφήνει υπονοούμενα ότι ενδεχομένως να μην προκύψουν οι 180 βουλευτές, διότι με αυτόν τον τρόπο θα δοθεί η δυνατότητα στη Νέα Δημοκρατία με 151 βουλευτές να μπορεί να διαμορφώσει το σχετικό άρθρο; Δεν καταλαβαίνω. Αυτό το οποίο νομίζω ότι όλοι αντιλαμβάνονται είναι ότι μέσα από αυτή τη συζήτηση για τη Συνταγματική Αναθεώρηση κάνετε μια πολιτική διαχείριση της διαφαινόμενης ήττας σας.
Όμως τα πράγματα, είναι πιο σημαντικά. Και πράγματι έχει δίκιο ο εισηγητής μας, ο κ. Τασούλας, δεν έχουν όλες οι βουλές το προνόμιο να συμμετέχουν σε μια αναθεωρητική διαδικασία. Είμαστε τυχεροί που έχουμε αυτό το προνόμιο. Το Σύνταγμα ρυθμίζει τα ζητήματα που άπτονται του πολιτικού και πολιτειακού χάρτη τα οποία θα πρέπει να τα βλέπουμε πέρα από το στενό εκλογικό μας ορίζοντα. Γιατί πράγματι το Σύνταγμα είναι η πυξίδα της Δημοκρατίας μας. Ως υπέρτατος νόμος ορίζει όλες τις πτυχές της ζωής στη χώρα. Κατά συνέπεια δεν πρέπει απλά να συμβαδίζει με τις ανάγκες του σήμερα. Αλλά πρέπει να ανταποκρίνεται και στα ζητούμενα του αύριο. Η Συνταγματική Αναθεώρηση αποτελεί κορυφαία στιγμή για το Κοινοβούλιο. Αποτελεί, όμως, και ώρα ευθύνης για την καθεμία και τον καθένα από μας ξεχωριστά. Δεν πρέπει να αποτελέσει μια χαμένη ευκαιρία λόγω της αδυναμίας των πολιτικών δυνάμεων να συγκλίνουν εκεί που χρειάζεται. Διότι η ίδια η αναθεωρητική διαδικασία προϋποθέτει εξ ορισμού και συναινέσεις από τη μια, και την ατομική ευθύνη των βουλευτών από την άλλη. Για να δανειστώ τους στίχους του Ανδρέα Κάλβου «θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία». Και σίγουρα θέλει αρετή και τόλμη η Συνταγματική Αναθεώρηση. Από την άποψη αυτή, η διαδικασία στην οποία όλοι συμμετέχουμε αποτελεί ένα μάθημα Δημοκρατίας. Αποτελεί όμως και μια ενεργή αξιολόγηση της ποιότητας της πολιτικής ζωής της χώρας. Η Αναθεώρηση λοιπόν γίνεται ο καθρέφτης του πολιτικού συστήματος στην τρέχουσα κατάστασή του.
Κυρίες και κύριοι,
Το πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο κορυφώνονται οι διαδικασίες της Συνταγματικής Αναθεώρησης είναι πρωτοφανές. Εδώ και μια δεκαετία η πατρίδα μας μαστίζεται από μια βαθιά κρίση. Η οικονομία αποδιαρθρώθηκε και συρρικνώθηκε. H συνοχή της κοινωνίας απειλείται. Ο λαϊκισμός έγινε εργαλείο πρώτα για την κατάκτηση της εξουσίας, και μετά για την άσκηση της εξουσίας. Οι θεσμοί υπονομεύθηκαν. Οι σαφείς -τουλάχιστον έτσι θα έπρεπε να είναι σε μια ευνομούμενη Δημοκρατία- διαχωριστικές γραμμές μεταξύ νομοθετικής εξουσίας, εκτελεστικής εξουσίας και κυβέρνησης παραβιάστηκαν βάναυσα. Είναι το ίδιο το πολίτευμα που αμφισβητήθηκε στον πυρήνα του.
Έτσι αυτή η διαδικασία της Συνταγματικής Αναθεώρησης έχει και χαρακτήρα αποκατάστασης της δημοκρατικής λειτουργίας. Η Ελλάδα έχει σήμερα περισσότερο παρά ποτέ, ανάγκη για μια αναγέννηση. Η οικονομία χρειάζεται επανεκκίνηση. Η κοινωνία χρειάζεται ενότητα κι ένα χειροπιαστό όραμα. Οι θεσμοί χρειάζονται ανασυγκρότηση και κύρος. Μια νέα Ελλάδα σαφώς και χρειάζεται ένα νέο Σύνταγμα. Ασφαλώς και το Σύνταγμα δεν είναι πανάκεια. Γιατί σήμερα το πρόβλημα της χώρας είναι περισσότερο πολιτικό και λιγότερο συνταγματικό. Ένα νέο Σύνταγμα, όμως, μπορεί να θεραπεύσει πολλές από τις χρόνιες παθογένειες της πατρίδας μας. Γι’ αυτό και μια γενναία, μια τολμηρή Αναθεώρησή είναι προϋπόθεση για να προχωρήσουμε μπροστά. Να αφήσουμε οριστικά πίσω μας την κρίση. Και η Νέα Δημοκρατία αντιμετωπίζει αυτή τη διαδικασία ως οδηγό για τις τολμηρές αλλαγές που χρειάζεται η πατρίδα μας.
Έχουμε καταθέσει 59 προτάσεις, προτάσεις για Αναθεώρηση σε 59 άρθρα. Περιμένουμε, έστω, και την τελευταία στιγμή η κυβερνητική πλειοψηφία να τις αντιμετωπίσει, να αντιμετωπίσει, έστω, κάποιες από αυτές με ανοιχτό πνεύμα.θα έρθω στη συνέχεια στις προτάσεις που θεωρώ ότι είναι οι πιο καθοριστικές. Να βάλει το καλό της χώρας πάνω από το πρόσκαιρο συμφέρον του κόμματος. Εξάλλου -δεν πρέπει να το ξεχνάμε- ότι στη διαδικασία της Αναθεώρησης ο κάθε βουλευτής έχει πλήρη αυτονομία να υπακούσει στη συνείδησή του. Δεν υπάρχει, τουλάχιστον δεν υπάρχει για τη Νέα Δημοκρατία, κομματική πειθαρχία στη συζήτηση για τη Συνταγματική Αναθεώρηση. Αυτή είναι μια πολιτική παράδοση την οποία πρέπει να συνεχίσουμε. Και με ενδιαφέρον διαπίστωσα ότι κάποιοι βουλευτές -λίγοι- του ΣΥΡΙΖΑ μίλησαν χθες με θάρρος. Και με διάθεση να ρίξουν γέφυρες και όχι να υψώσουν τείχη. Η χώρα, σήμερα, έχει ανάγκη από συναινέσεις κι όχι από ακραίες αντιπαραθέσεις. Σύντομα, αύριο, και σε ένα μήνα από τώρα, όταν οριστικοποιηθεί και η δεύτερη ψηφοφορία, θα γνωρίζουμε αν αυτές -τουλάχιστον στο επίπεδο του Συντάγματος- μπορούν να επιτευχθούν.
Κυρίες και κύριοι βουλευτές,
Στις δύο προτάσεις που συγκέντρωσαν τις απαιτούμενες πενήντα υπογραφές και κατατέθηκαν -του ΣΥΡΙΖΑ και της Νέας Δημοκρατίας δηλαδή- αναδεικνύονται πράγματι κάποιες λίγες, δυστυχώς, καλοδεχούμενες συγκλίσεις. Αποκαλύπτονται, όμως, σε αυτές τις δύο προτάσεις και οι μεγάλες μας διαφορές. Διαφορές, που πράγματι, αποτυπώνουν δύο αντίθετους κόσμους. Άλλες αξίες, άλλες ιδέες, άλλη αντίληψη για τους θεσμούς. Άλλωστε, στον καθρέφτη της αναθεωρητικής διαδικασίας φαίνονται καθαρά οι διαθέσεις κάθε πολιτικού κόμματος. Φαίνεται τελικά πώς βλέπει ο καθένας το μέλλον της χώρας. Ποιος θέλει να πάει η πατρίδα του μπροστά και ποιος τη θέλει καθηλωμένη. Ποιος ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του παρόντος και στις προκλήσεις, στις ανάγκες του μέλλοντος και ποιος αδιαφορεί. Τελικά, ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζουμε το Σύνταγμα, δείχνει την πραγματική μας ταυτότητα: Δείχνει ποιος είναι πραγματικά προοδευτικός και ποιος είναι τελικά ο εκπρόσωπος της συντήρησης και της καθυστέρησης. Όπως αποκαλύπτεται και η πιθανή, για να μην προεξοφλήσω το τελικό αποτέλεσμα, πολιτική ιδιοτέλεια, με την οποία μπορεί να θυσιαστεί το εθνικό συμφέρον για να εξυπηρετηθούν πρόσκαιρες κομματικές επιδιώξεις. Και να χαθεί, τελικά, μια μεγάλη ευκαιρία.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Πριν από τρεις μήνες ακριβώς -από το ίδιο βήμα- είχα προειδοποιήσει γι’ αυτό το οποίο δυστυχώς συμβαίνει σήμερα. Είχα πει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα διστάσει να χρησιμοποιήσει μέχρι και το Σύνταγμα ως εργαλείο για το δικό του συμφέρον. Ως μοχλό παρέμβασης στους θεσμούς. Και ως μια χειρολαβή για να κρατηθεί λίγο ακόμη στην εξουσία. Δυστυχώς επιβεβαιώνομαι. Και όχι μόνο σε αυτό.
Στο μεταξύ η Βουλή έχει υποστεί μία βίαιη διολίσθηση. Μεταβλήθηκε σε μια ρευστή πολιτική μάζα. Και επειδή ο Πρωθυπουργός καταλαβαίνω ότι ενοχλείται όταν χρησιμοποιούμε τον όρο πλειοψηφία-κουρελού, ας μας απαντήσει λοιπόν πως αλλιώς πρέπει να ορίσει μια πραγματικότητα όπου βουλευτές ανταλλάσσουν τις συνειδήσεις τους με αξιώματα, υπουργικά αξιώματα. Με βουλευτές που ανήκουν συγχρόνως σε δύο κοινοβουλευτικές ομάδες. Είτε μισθώνονται, επιστρατεύονται καλύτερα, μισθώνονται πολιτικά, για να μην παρεξηγηθώ από την κυβέρνηση για ορισμένο χρόνο ή για ειδικό σκοπό. Ή πως θα έπρεπε να χαρακτηρίσει κανείς μια πραγματικότητα όπου υπάρχουν βουλευτές, οι οποίοι στα χαρτιά δηλώνουν ανεξάρτητοι, αλλά έχουν εκχωρήσει προκαταβολικά και εν λευκώ την ψήφο τους, δηλαδή την ίδια τη συνείδησή τους, στον κ. Τσίπρα και την κυβερνητική πλειοψηφία; Έχουμε το παγκόσμιο παράδοξο, στην Ελλάδα να υπάρχουν δύο διαφορετικές «πλειοψηφίες»: Η μια η «τυπική» των 145 βουλευτών που συμμετέχουν στην κοινοβουλευτική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία είναι μειοψηφία. Και υπάρχει και μια «άτυπη» ομάδα 151 βουλευτών «ειδικού σκοπού». Αυτοί επιστρατεύονται, κάθε τόσο και εναλλάσσονται κιόλας. Είμαι περίεργος να δω πως θα διαμορφωθούν αυτές οι πλειοψηφίες, στις ψηφοφορίες που θα γίνουν για τα άρθρα του Συντάγματος. Για να δούμε π.χ. ποια θα είναι η πλειοψηφία και αν θα βρεθεί πλειοψηφία για την αναθεώρηση του άρθρου 3 του Συντάγματος. Αλλά αυτοί οι βουλευτές επιστρατεύονται κάθε τόσο για να μετατρέψουν μια καθαρή μειοψηφία σε πλειοψηφία ευκαιρίας. Σε μία πλειοψηφία ΣΥΡΙΖΑ με 6 βουλευτές «ΤΡΙΓΥΡΙΖΑ». Αυτό, όμως, αλλοιώνει την αντιπροσωπευτικότητα της Βουλής. Επιβαρύνει, όμως, και με πρόσθετο πολιτικό και ηθικό φορτίο την στάση που θα κρατήσουν, οι συγκεκριμένοι 6 βουλευτές στην διαδικασία της Συνταγματικής Αναθεώρησης.
Γιατί, υπενθυμίζω για άλλη μια φορά ότι η Αναθεώρηση δεν είναι υπόθεση ούτε της εκτελεστικής εξουσίας ούτε των κομμάτων. Είναι αρμοδιότητα των βουλευτών και μόνο. Θέλει καθαρές θέσεις και θέλει και διαφανείς λειτουργίες. Τέτοια χαρακτηριστικά, δυστυχώς, η ατμόσφαιρα των τελευταίων μηνών δεν έχει. Άρα η συζήτηση αυτή προϋποθέτει, απ’ όλους μας, τη διάθεση να κάνουμε μια υπέρβαση. Δεν είμαι βέβαιος ότι υπάρχουν τα προσωπικά πολιτικά αποθέματα ώστε αυτή την υπέρβαση να την κάνουν οι βουλευτές της συμπολίτευσης. Θέλω να ελπίζω, όμως, ότι δεν θα επιβεβαιωθώ και σε αυτή μου την πρόβλεψη.
Κυρίες και κύριοι βουλευτές,
Επειδή ο κ. Τσίπρας έκανε μια σύντομη αναδρομή της Αναθεωρητικής διαδικασίας έτσι όπως δρομολογήθηκε, επιτρέψτε μου να την παρουσιάσω και εγώ με την σειρά μου. Πιστεύω με έναν ελαφρώς πιο αντικειμενικό τρόπο. Προ τριετίας, είχατε εξαγγείλει την διαδικασία της Αναθεώρησης, έχοντας -αν θυμάμαι καλά- φωτίσει κατακόκκινη τη βουλή. Στη συνέχεια αναθέσατε αυτή τη διαδικασία σε μία επιτροπή διαλόγου. Σε αυτήν τη επιτροπή διαλόγου μπορεί να συμμετείχαν πρόσωπα τα οποία διακρίνονται στους χώρους τους, αλλά σίγουρα δεν είχαν καμία σχέση με το Σύνταγμα. Ούτε βέβαια διέθεταν εξειδικευμένες νομικές γνώσεις, ώστε να αντιλαμβάνονται τα όρια και την τεχνική της αναθεώρησης. Έτσι, η αυτή η σημαντική διαδικασία ευτελίστηκε εν τη γενέσει της. Ακόμη, βέβαια, και αυτό το πόρισμα της επιτροπής αγνοήθηκε. Επρόκειτο για ένα ακόμη επικοινωνιακό τέχνασμα.
Αυτό έγινε φανερό όταν ο ίδιος ο εισηγητής της κυβερνητικής πλειοψηφίας, ο κ. Κατρούγκαλος, προσέφυγε σε θεσμικό λαϊκισμό. Διότι θέλω να θυμίσω, ότι ο κ. Κατρούγκαλος, δήλωνε οπαδός της συντακτικής συνέλευσης. Έτσι δεν είναι κ. Υπουργέ; Έχω εδώ τα σχετικά άρθρα, σας δείχνουν με λίγο πιο πλούσια κόμη τότε, ήταν η αντιμνημονιακή εποχή, όταν λέγατε, ξεκάθαρα, ότι απαιτείται συντακτική συνέλευση παραβιάζοντας με αυτόν τον τρόπο τους περιορισμούς που το Σύνταγμα προβλέπει ώστε να προστατεύει την ίδια την Αναθεώρηση από κάθε διάθεση αυθαιρεσίας. Καταθέτω στα πρακτικά τα σχετικά άρθρα του κ. Κατρούγκαλου. Για πρώτη φορά, ακούστηκε από επίσημα χείλη σε εποχή δημοκρατικής ομαλότητας η πρόταση να εκτραπεί η αναθεωρητική βουλή, ουσιαστικά σε συντακτική Βουλή. Η Συντακτική Συνέλευση, έλεγε ο κ. Κατρούγκαλος, «θα προκύψει κινηματικά… με καταλύτη την αριστερά». Αυτά λέγατε και αυτά γράφατε. Λόγια του αέρα όπως αποδείχθηκαν τα οποία, όμως, παραβίαζαν ευθέως τη συνταγματική τάξη. Αναρωτιέμαι, αυτά διδάσκατε στα παιδιά; Διδάσκατε στα παιδιά -ως καθηγητής συνταγματικού- ότι μπορεί η Αναθεώρηση του Συντάγματος να προκύψει κινηματικά, με καταλύτη την αριστερά;
Σε καιρούς πολιτικής ομαλότητας, η αναθεωρητική διαδικασία είναι μια διαδικασία η οποία παίρνει χρόνο ώστε οι προτεινόμενες αλλαγές του Συντάγματος να συζητηθούν σε βάθος και να προκύψουν -όπου είναι αυτό δυνατόν- οι απαραίτητες συναινέσεις. Αντ’ αυτού, η κυβέρνηση άφησε την Αναθεώρηση, ουσιαστικά, στο ράφι. Την επαναφέρατε μόνο όταν σας εξυπηρετούσε πολιτικά. Θυμηθήκατε, κ. Τσίπρα, την Αναθεώρηση ακριβώς 31 μήνες αφότου είχατε ξεκινήσει τη σχετική συζήτηση. Είναι προφανές ότι η επιλογή του χρόνου δεν ήταν τυχαία. Επιχειρείτε να αλλαξετε την πολιτική ατζέντα από τα βάρη τα οποία επιβάλλατε στην κοινωνία: οικονομικά, κοινωνικά, ηθικά, εσχάτως και εθνικά. Στην πραγματικότητα, ο κ. Τσίπρας επιβεβαίωσε ότι, ουσιαστικά, δεν ενδιαφέρεται ούτε για το Σύνταγμα ούτε για την αλλαγή του. Γι’ αυτό κι έφερε την Αναθεώρηση στη Βουλή σε συνθήκες που, μάλλον, θα την καταστήσουν πολιτικά αναλώσιμη και θεσμικά ατελέσφορη. Και πιθανώς θα εξελιχθεί σε μια ακόμη χαμένη ευκαιρία.
Οι συνεδριάσεις της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής ήταν εξαιρετικά λίγες για ουσιαστικό διάλογο επί σχεδόν όλων των άρθρων του Συντάγματος. Η σχετική διαδικασία στην Αναθεώρηση του 2001 αλλά και την Αναθεώρηση του 2006 -ασχέτως του τελικού αποτελέσματος- είχε κρατήσει παραπάνω από 5 μήνες. Εδώ σε μόλις 18 συνεδριάσεις, σε μόλις 18 συνεδριάσεις, εξετάστηκαν περισσότερα από 80 άρθρα. Και η Αναθεώρηση έρχεται τώρα προς ψήφιση στην Ολομέλεια σε δύο συνεδριάσεις. Με άλλα λόγια, οι βουλευτές σε λίγες ώρες μόνο, καλούνται να συζητήσουν για την Αναθεώρηση του Συντάγματος. Για μια Αναθεώρηση που θα έπρεπε να συνιστά ευκαιρία για τη θεσμική επανεκκίνηση της χώρας.
Τα γεγονότα, λοιπόν, μιλούν από μόνα τους: Αυτός ο βιασμός της διαδικασίας φανερώνει το σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ να βάλει και τη Συνταγματική Αναθεώρηση στον μύλο μιας άγονης πολιτικής αντιπαράθεσης. Δεν θα πω ότι είναι ντροπή, θα πω, απλά ότι είναι κρίμα. Όπως είναι και μια σημαντική πολιτική οπισθοχώρηση. Γιατί το πολιτικό σύστημα, τις τελευταίες δεκαετίες, είχε διαμορφώσει μια παράδοση να εκφεύγει η Συνταγματική Αναθεώρηση των πολιτικών αντιπαραθέσεων και της κομματικής πόλωσης. Εγώ συμμετείχα -βλέπω τον κ. Λοβέρδο που συμμετείχε και αυτός στην Επιτροπή- ως νέος εκλεγμένος βουλευτής τότε στην αναθεώρηση της πρώτης τετραετίας της κυβέρνησης Καραμανλή το 2005-2006. Έχω εξαιρετικά ευχάριστες αναμνήσεις από αυτή την εμπειρία, διότι πράγματι, θυμάμαι ότι μπορέσαμε να αφήσουμε στην άκρη τις στείρες κομματικές αντιπαραθέσεις. Και τότε υπήρχε πολύ μεγάλη ένταση. Αλλά κατορθώσαμε να συζητήσουμε και να ακούμε τουλάχιστον αυτά τα οποία λέγαν οι συνομιλητές μας. Και επιχειρήσαμε με καλή διάθεση να διαμορφώσουμε ένα κοινό τόπο όπως το ίδιο το Σύνταγμα επιβάλλει.
Αυτό λοιπόν το κεκτημένο, γιατί αυτό είναι πραγματικά το κεκτημένο, όλων των Αναθεωρητικών διαδικασιών, ασχέτως αν στη συνέχεια κάποιοι υποχώρησαν. Αν ο κ. Γιώργος Παπανδρέου εγκατέλειψε την προσπάθεια για την αλλαγή του άρθρου 16. Αλλά το κεκτημένο της διαδικασίας ήταν πάντα συναινετικό. Αυτό, λοιπόν, το κεκτημένο το πετάτε στη φωτιά του πολιτικού αμοραλισμού, ενός αμοραλισμού που δυστυχώς βλέπει παντού αντιπάλους, τους οποίους επιχειρεί να καταστρέψει με κάθε τρόπο. Ούτως ή άλλως, δεν είχατε καμία διάθεση να σεβαστείτε όχι μόνο τις πολιτικές παραδόσεις, αλλά και τις θεσμικές λειτουργίες. Αρχικά προτείνατε να τεθούν προτάσεις σας σε δημοψήφισμα. Συμβουλευτικό δημοψήφισμα μας λέγατε τότε, ενώ το ξέρετε πολύ καλά ότι το άρθρο 110 προδιαγράφει με απόλυτη σαφήνεια και αυστηρότητα τη συνταγματική διαδικασία. Κι έκτοτε, επιμένετε ότι πρέπει η σημερινή Βουλή όχι μόνο να προτείνει τα προς αναθεώρηση άρθρα, ούτε καν να ορίσει τη γενική τους κατεύθυνση, αλλά, αντιθέτως, να καθορίσει εκ των προτέρων και το περιεχόμενο το οποίο θα ψηφίσει η επόμενη Βουλή. Ενώ από το Σύνταγμα προβλέπεται ότι αυτό το κάνει μόνον η Αναθεωρητική Βουλή. Επιχειρείτε, δηλαδή, με αυτά τα οποία λέει ο εισηγητής σας και με αυτά τα οποία περίπου είπατε και εσείς κ. Τσίπρα να παραβιάσετε και το πνεύμα και το γράμμα του Συντάγματος. Σύμφωνα με το οποίο, η σύνθεση της πρώτης -της προτείνουσας- Βουλής προτείνει τα άρθρα προς τροποποίηση ενώ η επόμενη καθορίζει το ακριβές περιεχόμενό τους. Κάνατε μια απαξιωτική αναφορά στον λόγο σας σε μια συνάντηση που είχα με κουρφαίους Συνταγματολόγους. Ηταν απαξιωτική η αναφορά σας κ. Τσίπρα γιατί όλοι οι Συνταγματολόγοι -μάλλον σχεδόν όλοι οι Συνταγματολόγοι- ενστερνίζονται αυτή την άποψη. Ότι δηλαδή, η προτείνουσα βουλή, δεν μπορεί να δεσμεύσει την Αναθεωρητική βουλή ούτε καν ως προς την κατεύθυνση και σίγουρα όχι ως προς το περιεχόμενο των Αναθεωρητέων διατάξεων. Δεν νομίζω ότι χρειάζεται να σας ξαναδιαβάσω εδώ τις τοποθετήσεις των κορυφαίων Συνταγματολόγων, τοποθετήσεις τις οποίες συμμερίζονταν και κορυφαίοι Συνταγματολόγοι, όπως ο καθηγητής Μάνεσης, ο καθηγητής Τσάτσος, που δεν είναι πια εν ζωή.
Διότι το Σύνταγμα είναι πάρα πολύ ξεκάθαρο. Όπως σας είπα και στην εισαγωγή της ομιλίας μου, είναι ξεκάθαρο για να έχει ο λαός το δικαίωμα να εκφραστεί μεταξύ των διαθέσιμων επιλογών στις εκλογές που μεσολαβούν. Να γνωρίζουν, δηλαδή, να οι πολίτες πώς θέλει το νέο Σύνταγμα το κάθε κόμμα. Και με την ψήφο τους να ορίζουν οι ίδιοι τις αλλαγές που επιθυμούν. Γιατί, λοιπόν, κ. Τσίπρα αρνείστε αυτό που ρητά προβλέπει το Σύνταγμα; Και στο οποίο συμφωνούν, πρακτικά, όλοι οι συνταγματολόγοι που το ερμηνεύουν. Και αυτό που, τελικά, επιτάσσει, είναι ο σεβασμός στη λαϊκή βούληση. Γιατί αρνείστε να αποφασίζουν, επιτέλους, οι Έλληνες για όσα τους αφορούν; Τελικά φαίνεται ότι φοβάστε πολύ τη λαϊκή ψήφο στις επόμενες εκλογές; Αλλά, ότι και να συζητηθεί σε αυτή τη βουλή, όσες ψηφοφορίες επί παρεμπιπτόντων διαδικαστικών θεμάτων και αν οργανωθούν, η επόμενη βουλή, είναι αυτή που τελικά θα κρίνει το ζήτημα αυτό. Interna corporis, τα εσωτερικά ζητήματα της βουλής τα αποφασίζει μόνο η ίδια η βουλή. Αλλά όλα αυτά, ως κινήσεις τακτικής, επιβεβαιώνουν για άλλη μια φορά ότι έχετε έλλειψη σεβασμού για τη λαϊκή ετυμηγορία. Μια λαϊκή ετυμηγορία την οποία επιχειρείτε με κάθε τρόπο να χειραγωγήσετε. Όπως επιχειρείτε να παραβιάσετε και τη συνταγματική τάξη, δήθεν δεσμεύοντας την επόμενη αναθεωρητική Βουλή.
Όπως σας είπα, λοιπόν, κ. Τσίπρα, υπάρχει και άλλος δρόμος. Επαναλαμβάνω την πρόταση μου: ελάτε να ψηφίσουμε από κοινού όλα τα άρθρα τα οποία εσείς κρίνετε ως αναθεωρητέα και θα ψηφίσουμε και εμείς τα δικά σας. Και αν αυτό σας πέφτει λίγο βαρύ και δύσπεπτο, διότι ίσως προεξοφλείτε το εκλογικό αποτέλεσμα, μπορώ να επανέλθω και με μια ελαφρά συρρικνωμένη εκδοχή της πρότασης μου. Για εμάς 2 άρθρα, το άρθρο 16 και το άρθρο 24, είναι άρθρα κορυφαίας πολιτικής σημασίας. Διαλέξτε λοιπόν κ. Τσίπρα 2 άρθρα, απ’ αυτά τα οποία εμείς δεν θέλουμε να αναθεωρηθούν, αυτά τα οποία θεωρείτε εσείς ότι είναι τα πιο σημαντικά, και εγώ δεσμεύομαι ότι θα τα ψηφίσουμε και θα τα κρίνουμε αναθεωρητέα, αν και εσείς συμφωνήσετε εδώ και τώρα στην Αναθεώρηση του 16 και του 24. Όποια θέλετε. Εκκλησία; Δημοψήφισμα; Όποια άρθρα θέλετε. Αν έχετε τέτοια πίστη αν στην εκλογική σας επικράτηση, φαντάζομαι ότι δεν έχετε τίποτα να φοβηθείτε από την πρόταση μας.
Κυρίες και κύριοι βουλευτές,
Ας δούμε λίγο την ουσία των προτάσεων του ΣΥΡΙΖΑ, έστω κι αν αυτές αφορούν μια περιορισμένη αναθεώρηση: Τι προτείνετε κ. Τσίπρα στους πέντε άξονες τους οποίους μας παρουσιάσατε; Πρώτον -να δούμε και που συμφωνούμε- κάποιες αυτονόητες και ώριμες αλλαγές, όπως αυτή περί ευθύνης βουλευτών και υπουργών. Δεν χρειάζεται να σας θυμίσω ότι το 2006 -ως βουλευτής με κάποιους τολμηρούς, η αλήθεια είναι, συναδέλφους- είχα προτείνει τότε την αναθεώρηση του άρθρου 86. Βέβαια, τότε δεν βρήκα καμία στήριξη από τον Συνασπισμό, αλλά αυτό το προσπερνώ. Πάντως είναι βέβαιον ότι το ζήτημα αυτό είχε τεθεί από το παρελθόν. Είναι, επίσης, βέβαιο ότι οι συνθήκες έχουν ωριμάσει για να αναθεωρηθεί το άρθρο 86, όσον αφορά την αποσβεστική προθεσμία και το ειδικό καθεστώς προστασίας που απολαμβάνουν οι υπουργοί, αλλά και το άρθρο περί ασυλίας βουλευτών, πίσω από το οποίο κρύβονται τώρα παλιοί σας συναγωνιστές και συνέταιροι στην εξουσία. Ο κ. Καμμένος κρύβεται τώρα πίσω από αυτό το άρθρο για να μην πάει στο δικαστήριο να δικαστεί όπως οι κοινοί θνητοί-για να αναδεικνύουμε λίγο και την υποκρισία της στάσης σας. Σε αυτά, τουλάχιστον όμως, συμφωνούμε. Είναι το ελάχιστο στο οποίο μπορούμε φαίνεται να συμφωνήσουμε.
Προτείνετε, επίσης, κάποιες διατάξεις-ευχολόγια χωρίς καμία ουσιαστική αξία που κατατίθενται προφανώς μόνο για λόγους εντυπώσεων. Δεν τολμήσατε καν να τις αναφέρετε σήμερα στην ομιλία σας. Θα σας θυμίσω, όμως, ότι μιλάτε για μη ιδιωτικοποίηση της ενέργειας, όταν εσείς οι ίδιοι είστε που έχετε απαξιώσει τη Δ.Ε.Η. και πουλάτε τις μονάδες της. Πόση υποκρισία κ.Τσίπρα; Πόση υποκρισία πια;
Άλλες διατάξεις που θεωρούμε ότι είναι αχρείαστες, όπως τα ζητήματα σχέσεων Κράτους και Εκκλησίας. Να σας θυμίσω κ.Τσίπρα ότι αυτό το οποίο εσείς αποκαλείτε “θρησκευτική ουδετερότητα”, ουσιαστικά ήδη κατοχυρώνεται στο άρθρο 13, το οποίο με απόλυτη σαφήνεια κατοχυρώνει -χωρίς καμία αμφισβήτηση- τη θρησκευτική ελευθερία όλων των Ελλήνων πολιτών και όσων διαμένουν στην Ελλάδα. Τέτοιο ζήτημα, λοιπόν, δεν υφίσταται. Τα ζητήματα που αφορούν τις σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας μπορούν να ρυθμιστούν με κοινό νόμο. Και προφανώς, όχι με πρωτοβουλίες, όπως αυτές που αναλαμβάνετε, ώστε στην ουσία να βγάλετε από τη την επίσημη μισθοδοσία του κράτους 10.000 κληρικούς, για να κάνετε 10.000 διορισμούς. Γιατί αυτός είναι ο πραγματικός σκοπός της ρύθμιση την οποία φέρνετε.
Προτείνετε όμως και κάποιες διατάξεις οι οποίες είναι ευθέως διαλυτικές, όπως η απλή αναλογική. Η συνταγματική κατοχύρωση της απλής αναλογικής, θα οδηγήσει τη χώρα σε ακυβερνησία και χάος. Άλλες διατάξεις φαινομενικά ακούγονται ωραίες, υπονομεύουν όμως τους θεσμούς της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, όπως η πρότασή σας για τη διεύρυνση του θεσμού των δημοψηφισμάτων. Αλήθεια ποιοι το προτείνουν αυτό; Εσείς που ευτελίσατε, εξευτελίσατε τον θεσμό των δημοψηφισμάτων όταν κάνατε την περιβόητη κωλοτούμπα το 2015; Ζητήσατε από τους Έλληνες να ψηφίσουν. “Όχι” ψήφισαν, “ναι” τους δώσατε μια εβδομάδα μετά. Ανέντιμη, όμως, είναι και η πρότασή σας για την αναθεώρηση του τρόπου εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας. Τι μας είπατε κ.Τσίπρα; Δεν ξέρω αν το είπατε εν τη ρύμη του λόγου σας ή αν αντιληφθήκατε το βαθύ κυνισμό όσων είπατε αναφερόμενος σε αυτά τα οποία κάνατε το 2015. Τι μας είπατε τότε; “Α, μα το Σύνταγμα μας έδινε τη δυνατότητα να ρίξουμε την κυβέρνηση. Αλλά τώρα ως υπεύθυνος πολιτικός ηγέτης έρχομαι να αλλάξω το Σύνταγμα για να μη δώσω στο μέλλον τη δυνατότητα σε κάποιον άλλον να κάνει το ίδιο που εγώ έκανα πριν από κάποια χρόνια”. Κύριε Τσίπρα είστε αθεράπευτα κυνικός και είστε ο τελευταίος που μπορεί να μιλά για την αλλαγή του τρόπου εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας και για την αποσύνδεση του από τη διαδικασία των πρόωρων εκλογών, όταν εσείς χρησιμοποιήσατε ακριβώς αυτή την πρόβλεψη του Συντάγματος για να ρίξετε την προηγούμενη κυβέρνηση.
Αυτό το οποίο θέλετε να κάνετε, είναι τελικά να καταλήξετε σε ένα πρόχειρο Σύνταγμα στα μέτρα σας, εμποδίζοντας κάθε μεταρρυθμιστική αλλαγή για πολλά χρόνια. Ο κ. Κατρούγκαλος, εξάλλου, σε μια δημόσια τοποθέτησή του το είχε ομολογήσει. Ο βασικός σας στόχος, είχατε πει κ. Κατρούγκαλε, είναι να αποτρέψετε, να “κάψετε” δηλαδή, τη δυνατότητα η Νέα Δημοκρατία να αλλάξει το άρθρο 16 για την Ανώτατη Παιδεία. Αυτός είναι ο πραγματικός σας σκοπός. Θέλετε να πάτε σε μια μικρή αναθεώρηση ώστε να παραπέμψετε στο απώτατο μέλλον σημαντικές συνταγματικές αλλαγές που αφορούν καίρια ζητήματα, όπως η αλλαγή του άρθρου 16.
Μου κάνει εντύπωση, όμως, εσείς που είστε φιλελεύθεροι, μεταρρυθμιστές, προοδευτικοί, γιατί στην πρότασή σας για την Αναθεώρηση αρνείστε οποιαδήποτε αλλαγή σε κεφάλαια που αφορούν: τη δημόσια διοίκηση, την παιδεία, την ανάπτυξη, τη δικαιοσύνη, τη δημοσιονομική σταθερότητα, το περιβάλλον. Όλοι αυτοί είναι οι τομείς στους οποίους χρειαζόμαστε τολμηρές μεταρρυθμίσεις μένουν όμως απ’ έξω από το στενό πυρήνα των προτάσεων του ΣΥΡΙΖΑ. Εμείς εισηγούμαστε μια σειρά από τολμηρές συνταγματικές αλλαγές, που απαντούν στις απαιτήσεις των καιρών. Και, βέβαια, δεν είναι τυχαίο ότι προς το παρόν -ίσως αν ο κ. Τσίπρας αποδεχθεί την πρότασή μου να έχουμε κάποιες ευχάριστες εκπλήξεις- έχετε αποδεχθεί μόνο δύο άρθρα από αυτά τα οποία εμείς έχουμε προτείνει προς Αναθεώρηση. Ένα εκ των οποίων, μάλιστα, αφορά τα δικαιώματα των κοινοβουλευτικών μειοψηφιών. Προφανώς φροντίζετε από σήμερα για αυτά τα οποία σας περιμένουν αύριο.
Τα πράγματα, λοιπόν, είναι σαφή: Εμείς καταθέτουμε μια τολμηρή δέσμη μεταρρυθμίσεων που κινούνται σε τρεις άξονες: Ο πρώτος σκοπός είναι η διασφάλιση της πολιτικής ομαλότητας και της ισορροπίας των θεσμών, που εξασφαλίζουν την εύρυθμη λειτουργία του κράτους και της Δημοκρατίας. Αν κάτι χρειάζεται, κύριες και κύριοι συνάδελφοι, σήμερα η χώρα μας, είναι μια λειτουργική δημοκρατία, που θα εγγυάται την πολιτική σταθερότητα αλλά θα εξασφαλίζει και τη διάκριση των εξουσιών και κυρίως τον έλεγχο της εκτελεστικής εξουσίας. Με ένα κράτος αμερόληπτο και αποτελεσματικό. Δεύτερον, η πρότασή μας προωθεί την οικονομική σταθερότητα και την αναπτυξιακή προοπτική της χώρας. Δεν είναι δυνατόν τα κεφάλαια αυτά να μείνουν έξω από τη συζήτηση όταν βγαίνουμε από μια πολυετή κρίση η οποία είναι πρωτίστως οικονομική. Θέλουμε συνταγματικές διατάξεις που θα διευκολύνουν να δημιουργήσουμε ένα ορθολογικό οικονομικό περιβάλλον για τους πολίτες και τις επιχειρήσεις. Και τρίτον, προωθούμε προτάσεις που ενισχύουν την αλληλεγγύη στην βάση της κοινωνίας και την αξιοκρατία. Επαναλαμβάνω: την αξιοκρατία, σε όλες τις βαθμίδες του κράτους, ώστε όλοι οι Έλληνες να έχουν ίσες ευκαιρίες προόδου και να απελευθερωθεί το σπουδαίο ανθρώπινο δυναμικό της χώρας.
Και για να γίνω πιο συγκεκριμένος: Προτείνουμε διατάξεις που εξασφαλίζουν τη συνέχεια και την αποτελεσματικότητα του κράτους. Εμείς πάμε ένα βήμα παραπέρα από εσάς. Θέλουμε να καθιερώσουμε σταθερό εκλογικό κύκλο και να περιορίσουμε ακόμη περισσότερο από τις δικές σας προτάσεις τους λόγους πρόωρης διάλυσης της Βουλής. Και, ναι, αποσυνδέουμε την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας από την πρόωρη διάλυση της Βουλής. Κάτι που έχει ιδιαίτερα μεγάλη σημασία τώρα διότι πρέπει να διασφαλιστεί επιτέλους η πολιτική σταθερότητα στη χώρα. Και επειδή σας άκουσα να σχολιάζετε την πρότασή μας και τη στάση μας απέναντι σε αυτό το συγκεκριμένο ζήτημα, επιτρέψτε μου να γίνω λίγο πιο αναλυτικός κ.Τσίπρα: συμφωνούμε -κι εσείς κι εγώ- στην κατεύθυνση του άρθρου 32. Τι εννοώ συμφωνούμε στην κατεύθυνση; Συμφωνούμε ότι πρέπει να βρούμε έναν τρόπο η Βουλή να μη διαλύεται σε περίπτωση που δεν καταφέρνει να εκλέξει Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Αυτή είναι η κατεύθυνση και σε αυτό συμφωνούμε. Αυτό είναι το μείζον ζήτημα. Διαφωνούμε στον τρόπο εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας. Και πράγματι εμείς, μετά από έντονη εσωτερική διαβούλευση που είχαμε και στην οποία ακούστηκαν πολλές διαφορετικές προτάσεις, καταλήξαμε τελικά στην πρόταση ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας πρέπει -σε περίπτωση που η Βουλή δεν καταφέρει να εκλέξει Πρόεδρο της Δημοκρατίας με αυξημένη πλειοψηφία- να εκλεγεται με απλή πλειοψηφία 151 βουλευτών. Κάτι το οποίο σας θυμίσω ότι έχει ξαναγίνει στην πρόσφατη κοινοβουλευτική ιστορία. Δεν είναι κάτι καινούριο. Και ο λόγος για τον οποίον καταλήγουμε σε αυτή την πρόταση έχει να κάνει πρωτίστως με το γεγονός ότι δεν γίνεται να έχουμε δύο διαφορετικούς τρόπους εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας. Δεν γίνεται από τη μια να επιζητούμε τη συναίνεση και να εκλέγουμε Πρόεδρο της Δημοκρατίας με 200 βουλευτές και από την άλλη, όταν αυτή δεν επιτυγχάνεται να προσφεύγουμε στο λαό. Και ένας Πρόεδρος ο οποίος δεν μπόρεσε να εξασφαλίσει τη συναίνεση στη Βουλή, να εκλέγεται με αυξημένη λαϊκή νομιμοποίηση αναβαπτισμένος από τη λαϊκή κάλπη. Θα έχουμε έτσι δύο διαφορετικά είδη Προέδρων. Και αυτό είναι πρόβλημα για ένα πολίτευμα το οποίο είναι Προεδρευομένη Δημοκρατία και στο οποίο ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έχει καθορισμένες αρμοδιότητες. Άρα, όπως βλέπετε κ. Τσίπρα, εμείς δεν μπαίνουμε στη συζήτηση για το ποιος πρέπει να είναι ή να μην είναι ο επόμενος ο επόμενος Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Και πρέπει να είστε πολύ απελπισμένος για να πιάνετε στο στόμα σας τον σημερινό Πρόεδρο της Δημοκρατίας και να τον εμπλέκετε στα δικά σας κομματικά παιχνίδια. Διότι αυτό κάνετε αυτή τη στιγμή.
Προτείνουμε ακόμη την αναβάθμιση της Βουλής. Με κανόνες καλής νομοθέτησης και με ενίσχυση του ρόλου της μειοψηφίας. Ενώ αποκτά και συνταγματική κατοχύρωση με την πρότασή μας η καταπολέμηση της κακονομίας και της πολυνομίας. Προτείνουμε, μου κάνει εντύπωση που δεν βρήκατε μια κουβέντα να πείτε για αυτό κ. Τσίπρα, ίσως το αναφέρετε στη δευτερολογία σας ή μιλήσει για αυτό ο υπουργός Δικαιοσύνης, τη θωράκιση της Δικαιοσύνης. Η επιλογή των ανωτάτων δικαστικών να περιέρχεται από την κυβέρνηση στη Βουλή. Δεν θεωρείτε ότι αυτό είναι μια τολμηρή μεταρρυθμιστική πρωτοβουλία; Τοποθετηθείτε λοιπόν επ’ αυτού, εσείς που κόπτεστε για την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης. Προτείνουμε μία σύγχρονη Δημόσια Διοίκηση, με αξιοκρατία και αξιολόγηση, ανταποδοτικότητα και αποτελεσματικότητα και με το ΑΣΕΠ σε κεντρικό ρόλο για όλα τα επίπεδα. Προτείνουμε την αληθινή ενδυνάμωση των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Περισσότερες αρμοδιότητες, αυξημένοι πόροι, αυξημένη λογοδοσία των αιρετών. Προτείνουμε επίσης την ενίσχυση του κράτους πρόνοιας. Με συνταγματική καθιέρωση του Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος, πολιτική που ξεκίνησε η Νέα Δημοκρατία επί υπουργίας Γ. Βρούτση, την οποία πολεμήσατε και στη συνέχεια υιοθετήσατε. Προτείνουμε ένα σταθερό, αναπτυξιακό και οικονομικό περιβάλλον και εισάγουμε κανόνες που αποτρέπουν τον δημοσιονομικό εκτροχιασμό, όπως μας συνιστά να κάνουμε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Δεν θεωρείτε ότι -σε μια εποχή που η χώρα έχει ακόμα τεράστια δυσκολία να δανειστεί από τις αγορές, έχει έλλειμμα αξιοπιστίας, όλοι μπορεί να μας περιμένουν στη γωνία και να επιφυλάσσονται για το εάν η χώρα μπορεί να γυρίσει στις παλιές κακές συνήθειες- μια τέτοια Συνταγματική κατοχύρωση θα διευκολύνει την προσπάθεια της χώρας να μπορεί να δανείζεται από τις αγορές; Και επίσης θα βάλει και ένα σαφές Συνταγματικό πλαίσιο στη Δικαιοσύνη, ώστε και η Δικαιοσύνη όταν παίρνει αποφάσεις που αφορούν δημοσιονομικά ζητήματα να μην το κάνει αυθαίρετα, αλλά μέσα σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο. Δεν θεωρείτε ότι κάτι τέτοιο θα ήταν πραγματικά χρήσιμο; Δεν σας άκουσα να λέτε τίποτα για αυτό. Οι προτάσεις μας τονώνουν τον υγιή ανταγωνισμό. Ενισχύουν τις στρατηγικές επενδύσεις και με την πρότασή μας φόροι και άλλα βάρη επιβάλλονται μόνο για το μέλλον και όχι αναδρομικά. Προτείνουμε, τέλος -και μου κάνει εντύπωση πως και για αυτό δεν είχατε μια κουβέντα να πείτε- την ουσιαστική προστασία του φυσικού περιβάλλοντος. Πρέπει να κατοχυρώσουμε συνταγματικά την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Είναι η μεγαλύτερη μακροπρόθεσμη απειλή για τη χώρα μας. Εσείς που είστε Κόμμα της οικολογίας, των οικολογικών κινημάτων, μια λέξη για το άρθρο 24 δεν βρήκατε να πείτε. Και, ναι, λύνουμε και την εκκρεμότητα με τον ορισμό του δάσους. Είναι μια εκκρεμότητα που ταλαιπωρεί εκατοντάδες χιλιάδες συμπολίτες μας. Πρέπει να τη λύσουμε και πρέπει να τη λύσουμε συνταγματικά. Ορίζοντας το 1975 ως σημείο αφετηρίας για τον ορισμό του δάσους. Και να χρησιμοποιήσουμε αυτές τις αεροφωτογραφίες για να μπορέσουμε επιτέλους να λύσουμε αυτή την εκκρεμότητα.
Και, ναι, προτείνουμε παρεμβάσεις που έχουν να κάνουν με τη Δημόσια Παιδεία. Πλήρη αυτονομία των Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων με κρατική ενίσχυση. Αλλά, και δυνατότητα ίδρυσης ιδιωτικών Πανεπιστημίων υπό την αυστηρή εποπτεία μιας ανεξάρτητης Αρχής. Έχουμε μιλήσει τόσο για αυτό το θέμα κ. Τσίπρα, αλλά δεν βρήκατε μια κουβέντα να πείτε για το άρθρο 16. Δεν βρήκατε μια κουβέντα να αιτιολογήσετε την αδράνειά σας. Δεν βρήκατε μια κουβέντα να εξηγήσετε γιατί είναι προοδευτικό η Ελλάδα να είναι ουσιαστικά η μόνη χώρα στον κόσμο -δεν συμπεριλαμβάνεται καν η Βόρειος Κορέα σε αυτόν τον κατάλογο, η Βόρειος Κορέα έχει Ιδιωτικό Πανεπιστήμιο- που δεν επιτρέπει την ίδρυση ιδιωτικών Πανεπιστημίων. Δε βρήκατε μια κουβέντα να πείτε στους δεκάδες χιλιάδες φοιτητές μας, οι οποίοι επιλέγουν να σπουδάσουν σε ιδιωτικά Πανεπιστήμια στο εξωτερικό, όταν θα μπορούσαν να το κάνουν στην Ελλάδα. Δεν βρήκατε μια κουβέντα να πείτε στους χιλιάδες ερευνητές καθηγητές οι οποίοι εργάζονται σε ιδιωτικα Πανεπιστήμια του εξωτερικού και θα μπορούσαν να έρχονται να εργάζονται στην Ελλάδα. Δεν βρήκατε μια κουβέντα να πείτε για το γεγονός ότι αυτό το πέτυχε η Κύπρος χωρίς, τονίζω, χωρίς να υποβαθμίσει την ποιότητα της Δημόσιας Παιδείας. Διότι για εμάς η Δημόσια Παιδεία είναι αδιαπραγμάτευτη προτεραιότητα. Επίσης, όμως, αδιαπραγμάτευτη προτεραιότητα είναι και η δυνατότητά μας να μετατρέψουμε την Ελλάδα σε ένα εκπαιδευτικό κέντρο για όλη τη Νοτιοανατολική Μεσόγειο. Και επίσης αδιαπραγμάτευτη προτεραιότητά μας είναι το δικαίωμα της ελεύθερης επιλογής. Είναι βαθιά ταυτισμένο με την ιδεολογία αυτής της Παράταξης. Αν έχουμε κ. Τσίπρα, ελεύθερη επιλογή στο νηπιαγωγείο και στο σχολείο, γιατί να μην έχουμε ελεύθερη επιλογή και στο Πανεπιστήμιο;
Επανέρχομαι, λοιπόν, σε αυτό που σας είπα πριν. Νομίζω ότι στο όνομα οποιασδήποτε πολιτικής διαφωνίας, κανείς δεν μπορεί να κλείνει στους νέους ανθρώπους δύο παράθυρα για το αύριο: Την Παιδεία με την οποία θα χτίσουν μια καλύτερη ζωή. Και το Περιβάλλον μέσα στο οποίο θα πρέπει να ζήσουν με υγεία. Γι’ αυτό και σας ζητώ και σήμερα, αν όχι από εσάς, από τους βουλευτές σας να ψηφίσουμε τουλάχιστον την αναθεώρηση του άρθρου 16 και του άρθρου 24. Και αν δεν θέλετε να το κάνουμε με αυξημένη πλειοψηφία, ας το κάνουμε τουλάχιστον με 151 Βουλευτές. Μη στερήσετε από την επόμενη Βουλή τη δυνατότητα να αποφασίσει για την αναθεώρηση αυτών των άρθρων και να πάμε 10 χρόνια πίσω. Έχετε βαριά ευθύνη αν το κάνετε. Έστω με 151 βουλευτές. Κι ας έρθει η επόμενη Βουλή με αυξημένη πλειοψηφία να καθορίσει τη διατύπωση των άρθρων. Θα περιμένω με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον τις τοποθετήσεις σας είτε σήμερα, είτε στη δεύτερη συζήτηση που θα γίνει σε ένα μήνα από τώρα. Έχετε και ένα μήνα να το σκεφτείτε.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Κλείνω με την εξής παρατήρηση: Η αυριανή ψήφος δεν είναι μόνο κρίσιμη γιατί αφορά τον κορυφαίο νόμο της χώρας. Αποκτά πρόσθετη σημασία διότι κατατίθεται περίπου εκατό ημέρες πριν ακουστεί η φωνή του ελληνικού λαού. Γιατί στις 26 Μαΐου θα έχουμε εκλογές και οι πολίτες θα κρίνουν τη στάση του καθενός μας σήμερα. Θα δουν ποιος είναι με μια προοδευτική συνταγματική αντίληψη του Κράτους Δικαίου. Και ποιος τελικά συμβιβάζεται με τη στασιμότητα που νομοτελειακά οδηγεί τη χώρα σε συνθήκες θεσμικής παράλυσης. Στη ζυγαριά, βέβαια, οι πολίτες θα βάλουν και όλα όσα έζησαν την τελευταία τετραετία: Τα μνημόνια, τους φόρους, τις περικοπές στις συντάξεις, τις κατασχέσεις. Και μία νέα εθνική πληγή, που αναγνωρίζει «μακεδονική» ταυτότητα, γλώσσα και εθνότητα στους γείτονές μας.
Μπορεί η κυβέρνηση να κλείνει τα μάτια στα σημεία των καιρών, να αγνοεί όσους συστήνουν μετριοπάθεια και προστασία των θεσμών, έστω και στο τέλος της θητείας της. Μπορεί να πολλαπλασιάζονται οι ενδείξεις ότι σε αυτή την προεκλογική περίοδο θα χρησιμοποιήσετε κάθε αθέμιτο μέσο. Εξάλλου οι εφημερίδες που πρόσκεινται στην παράταξή σας ήδη προεξοφλούν αυτά τα οποία σχεδιάζετε. Ωστόσο, στις δημοκρατίες δεν υπάρχουν αδιέξοδα. Οι εκλογές δεν φέρνουν μόνο λύση και κάθαρση. Αποκαθιστούν και τη θεσμική τάξη. Ομαλή πολιτική ζωή δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς έναν σύγχρονο και δημοκρατικό Καταστατικό Χάρτη. Και η ευημερία δεν εξασφαλίζεται χωρίς συνταγματικούς κανόνες που την ενθαρρύνουν. Διότι, ναι, η ποιότητα των θεσμών μιας χώρας είναι τελικά άρρηκτα συνδεδεμένη με το επίπεδο του πλούτου της και της οικονομικής της ευημερίας. Ποιος επενδυτής θα εμπιστευτεί μία γραφειοκρατική διοίκηση, ένα κράτος χωρίς σταθερό φορολογικό πλαίσιο, χωρίς ανεξάρτητη και γρήγορη Δικαιοσύνη; Ποιος πολίτης θα προοδεύσει αν η Πολιτεία δεν του παρέχει ευκαιρίες, ασφάλεια και προστασία των δικαιωμάτων του; Και ποια Δημοκρατία θα αναπτυχθεί τελικά χωρίς απόλυτη διάκριση των εξουσιών, προστασία κάθε μειοψηφίας, αντικειμενική ενημέρωση και δικαίωμα σε ποιοτική Παιδεία για όλους; Η αλήθεια είναι ότι καλή Δημοκρατία είναι η λειτουργική Δημοκρατία, η οποία προϋποθέτει και ένα λειτουργικό Σύνταγμα. Γι’ αυτό θα ψηφίσουμε εμείς αύριο. Αλλά γι’ αυτό θα ψηφίσουν σύντομα και οι Έλληνες πολίτες στην πρώτη ευκαιρία που θα έχουν να ακουστεί και η δική τους φωνή.
Όλοι γνωρίζουν ότι σε κάθε κάλπη της 26ης Μαΐου θα αναμετρηθούν τελικά η αλήθεια με το ψέμα. Η ανάπτυξη με την καθυστέρηση. Η εθνική υπερηφάνεια με την εθνική ανευθυνότητα. Αλλά και η θεσμική συνέπεια με τη μικροκομματική ευτέλεια. Και το ξαναλέω: Από κάθε κάλπη εκείνης της Κυριακής, από άκρη σε άκρη της χώρας, θα ακουστεί το μήνυμα της μεγάλης πλειοψηφίας των Ελλήνων που θέλουν επιτέλους η Πατρίδα τους να προχωρήσει μπροστά. Γιατί οι Έλληνες μπορούμε και αξίζουμε καλύτερα. Θα το πετύχουμε. Για μια καλύτερη ζωή, με ένα καλύτερο Σύνταγμα για όλες τις Ελληνίδες και για όλους τους Έλληνες. Σας ευχαριστώ.
Παρέμβαση του Προέδρου της Νέας Δημοκρατίας, κ. Κυριάκου Μητσοτάκη
στη συζήτηση για τη Συνταγματική Αναθεώρηση
Για κάποιο λόγο κ. Τσίπρα, όταν μιλάτε για τις επόμενες εκλογές δεν αποπνέετε ιδιαίτερη σιγουριά, ούτε εσείς, ούτε η Κοινοβουλευτική σας Ομάδα. Και όπως σας είπα, στον βαθμό που εσείς ο ίδιος προεξοφλείτε το εκλογικό αποτέλεσμα, γιατί μπαίνετε σε αυτήν την συζήτηση; Τι άγχος είναι αυτό το οποίο σας κυριαρχεί και σκέφτεστε από τώρα τι θα κάνει η Νέα Δημοκρατία έχοντας τη βεβαιότητα ότι θα κερδίσει τις επόμενες εκλογές. Γιατί αυτό σας απασχολεί. Αυτό το άγχος εκπέμπετε συνολικά σε αυτή τη συζήτηση. Μια διαχείριση ήττας προσπαθείτε να κάνετε αναφερόμενος σε πρόσωπα και όχι στην υποχρέωσή μας να καταλήξουμε στις σωστές θεσμικές παρεμβάσεις. Πάλι καλά που δεν μου ζητήσατε να πω και το Α.Φ.Μ. του κ. Παυλόπουλου. Αυτό είναι το επόμενο το οποίο θα έπρεπε να μου πείτε. Και γνωρίζετε ότι με τον κ. Παυλόπουλο έχω μια άριστη σχέση. Τον σέβομαι και τον εκτιμώ ιδιαίτερα και θεωρώ ότι επιτελεί πάρα πολύ καλά τα καθήκοντά του. Αυτό, λοιπόν, προς αποφυγή οποιασδήποτε παρεξήγησης και προσπάθειας διαστρέβλωσης των δικών σας λεγομένων.
Έρχομαι τώρα, στο ζήτημα της διαδικασίας αναθεώρησης και του τρόπου με τον οποίον η προτείνουσα Βουλή δεσμεύει ή δεν δεσμεύει την αναθεωρητική Βουλή. Κοιτάξτε, και απευθύνομαι σε εσάς κ. Πρόεδρε, τα πρακτικά Βουλής από την αναθεώρηση του 2001. Τα πρακτικά αναφέρονται μόνο στα άρθρα και τις παραγράφους και στο αν το άρθρο ή η παράγραφος απέσπασε ή όχι θετική ή αρνητική ψήφο. Αυτό έγινε το 2001, αυτό έγινε κ. Κατρούγκαλε το 1986, αυτό έγινε και το 2008. Μάλιστα, εκεί που υπήρχε κοινή πρόταση, αναφέρεται ότι ψηφίζεται η κοινή πρόταση. Υπήρχαν όμως και μια σειρά από άρθρα τα οποία συγκέντρωσαν την αυξημένη πλειοψηφία, χωρίς να συμπίπτουν τελικά οι προτάσεις των δύο Κοινοβουλευτικών Ομάδων που τα πρότειναν. Έτσι έγινε η ψηφοφορία, κ. Πρόεδρε, σε όλες τις προηγούμενες αναθεωρήσεις. Και έγινε έτσι για τον απλούστατο λόγο ότι η μεγάλη πλειοψηφία των συνταγματολόγων συμφωνει σε αυτό το οποίο σας είπα πριν: ότι δηλαδή η Βουλή δεν δύναται να κατευθύνει την επόμενη Βουλή ως προς το περιεχόμενο των αναθεωρητέων διατάξεων γιατί πολύ απλά δεν θα υπήρχε τότε κανείς λόγος να μεσολαβούν εθνικές εκλογές.
Οι εθνικές εκλογές, λοιπόν, κ. Τσίπρα θα καθορίσουν και τον τρόπο με τον οποίο θα διατυπώσουμε εκείνες τις διατάξεις που θα κρίνουμε αναθεωρητέες. Και ναι, από τη στιγμή που η διάταξη που αφορά την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας συγκεντρώσει τις ψήφους άνω των 180 βουλευτών, τότε οι πολίτες θα γνωρίζουν ότι αν εμείς κερδίσουμε τις εκλογές, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας θα εκλέγεται με απλή πλειοψηφία αν δεν υπάρξει αυξημένη πλειοψηφία στη βουλή. Και σε περίπτωση που κερδίσετε εσείς τις εκλογές θα καταφεύγουμε πάλι σε εκλογή από τον λαό. Εκτός αν σχεδιάζετε κάποια άλλα κολπάκια. Εκτός αν σχεδιάζετε να αποσύρετε καμιά σαρανταριά βουλευτές σας από την ψηφοφορία για να μην πάρει 180 ψήφους το σχετικό άρθρο. Τουλάχιστον το ΚΙΝΑΛ και το Κομμουνιστικό Κόμμα είναι ξεκάθαρο. Έχετε μια θέση η οποία λέει ότι “εμείς θέλουμε 180 βουλευτές στη δεύτερη Βουλή, γιατί θεωρούμε ότι το περιεχόμενο της αναθεώρησης είναι πιο σημαντικό από το ποια άρθρα θα κριθούν αναθεωρητέα. Άρα η αυξημένη πλειοψηφία για την διατύπωση των άρθρων πρέπει να πάει στη δεύτερη Βουλή”. Είναι σεβαστή η θέση σας αυτή. Είναι μια πολιτική θέση. Δεν το λέει το Σύνταγμα, ας είμαστε σαφείς. Είναι μια πολιτική ερμηνεία του Συντάγματος. Αν λέτε το ίδιο κ. Τσίπρα, πείτε το από τώρα. Αλλά εδώ είμαστε και θα δούμε τα αποτελέσματα της ψηφοφορίας. Πάντως κ. Πρόεδρε, απευθύνομαι σε εσάς: Κανονικά η ψηφοφορία -τα ψηφοδέλτια και η καταγραφή των αποτελεσμάτων- θα πρέπει να γίνει ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που έγινε σε όλες τις προηγούμενες αναθεωρήσεις.
Έρχομαι τώρα στη θεωρία σας περί προστασίας κοινωνικών δικαιωμάτων, πλειοψηφιών και όλα αυτά τα ωραία τα οποία μας είπατε. Για εξηγήστε μου τι ακριβώς προστατεύετε με το να μην αλλάξετε το άρθρο 16; Ποιον προστατεύετε; Προστατεύετε τη δημόσια Παιδεία; Και από τι την προστατεύετε; Από τον ιδιωτικό ανταγωνισμό; Από την όσμωση με την αγορά; Προστατεύετε τα δεκάδες χιλιάδες παιδιά τα οποία σπουδάζουν στο εξωτερικό και πληρώνουν δίδακτρα σε Πανεπιστήμια του εξωτερικού; Προστατεύετε τα παιδιά που σπουδάζουν στην Ελλάδα σε κολέγια; Διότι το ενωσιακό Δίκαιο εδώ υπερισχύει και μέσα από πλάγιες διαδικασίες παίρνουν ένα δίπλωμα, το οποίο τους δίνει δυνατότητα αναγνώρισης επαγγελματικών δικαιωμάτων, αλλά τυπικά το κράτος δεν τα αναγνωρίζει. Τους προστατεύετε αυτούς; Προστατεύετε τους ερευνητές και καθηγητές μας οι οποίοι αναζητούν δουλειά στο εξωτερικό; Το μόνο που προστατεύετε είναι τους ανταγωνιστές μας. Τις άλλες χώρες δηλαδή οι οποίες έχουν αναπτύξει μια δυναμική αγορά ιδιωτικής Παιδείας. Την Κύπρο προστατεύετε, την Βουλγαρία προστατεύετε, τη Ρουμανία προστατεύετε, αλλά δεν προστατεύετε, σίγουρα, τα συμφέροντα της χώρας. Διότι -να το επαναλάβω- η ίδρυση μη κερδοσκοπικών ιδιωτικών Πανεπιστημίων είναι μια διαδικασία η οποία εκ των πραγμάτων θα πάρει καιρό. Αλλά πείτε μου, σας έχω ξαναρωτήσει, δεν έχω πάρει απάντηση και δεν νομίζω ότι θα πάρω απάντηση διότι δεν υπάρχει καμία ουσιαστική απάντηση σε αυτό το οποίο σας θέτω: γιατί κ. Τσίπρα αν αύριο έρθει ένα σημαντικό ίδρυμα -και έχουμε δόξα τον Θεό πολύ σημαντικά ιδρύματα, με πολύ σημαντικό αποτύπωμα, αυτά τα οποία πολεμούσατε κάποτε, αλλά τώρα σωστά χειροκροτείτε και φωτογραφίζεστε- και σας πει ότι θέλει να σας κάνει δωρεές. Αν έρθει ένα σημαντικό ίδρυμα, όπως έχει γίνει στην Τουρκία, και πει “εγώ θέλω να δώσω 500 εκατ. για να φτιάξω ένα μη κρατικό, μη κερδοσκοπικό Πανεπιστήμιο, μη κρατικό στην Ελλάδα”.
Για να σας διευκολύνω λίγο με στο σκεπτικό σας, γιατί βλέπετε δεν τα γνωρίζετε καλά τα πράγματα. Τα μεγάλα Πανεπιστήμια της Αμερικής, τα οποία είναι μη κρατικά, μη κερδοσκοπικά, δηλαδή δεν μοιράζουν μέρισμα, άρα επανεπενδύουν τα κέρδη τους, έχουν δίδακτρα. Ξέρετε τι άλλο έχουν όμως; Έχουν την οικονομική δυνατότητα να προσφέρουν σε όποιον φοιτητή δεν έχει την οικονομική δυνατότητα υποτροφίες για να σπουδάσει. Είναι αντιδημοκρατικό αυτό; Είναι δεξιό; Είναι καπιταλιστικό; Τι είναι επιτέλους; Αυτό που κάνετε εσείς είναι μια βαθιά ιδεοληψία. Δεν βλέπετε ότι ο κόσμος έχει αλλάξει; Ξυπνήστε και δείτε τον κόσμο γύρω σας επιτέλους. Ανοίξτε τα μάτια σας, να δείτε τι γίνεται. Ο καπιταλιστής Μπλούμπεργκ, δήμαρχος της Νέας Υόρκης, πήγε στο Πανεπιστήμιό του και προσέφερε 1,6 δισ. ευρώ. Ώστε το Πανεπιστήμιο Τζονς Χόπκινς, μονίμως και για πάντα, να μπορεί να δίνει υποτροφία σε όποιον μαθητή αξίζει να μπει στο Πανεπιστήμιο και δεν έχει την οικονομική δυνατότητα. Είναι δεξιό αυτό; Είναι καπιταλιστικό; Και γιατί το απαγορεύετε αυτό να γίνει στην Ελλάδα;
Δεν μας είπατε για το άρθρο 24 και για το ενδιαφέρον σας για το περιβάλλον. Δεν αμφισβητώ τις προθέσεις σας, αλλά με τη σημερινή διάταξη προστατεύουμε περιοχές της χώρας μας οι οποίες ήταν δάση, αλλά έχουν οικοδομηθεί σήμερα και υπάρχουν άλυτες νομικές καταστάσεις τις οποίες εσείς πάτε να παρακάμψετε με διατάξεις περί οικιστικής πυκνότητας και άλλα τερτίπια, τα οποία σκοντάφτουν στο ίδιο το Σύνταγμα. Γιατί ξέρετε ότι πρέπει να το λύσετε το θέμα. Προστατεύουμε κανένα δάσος το οποίο δεν είναι πια δάσος, με το να μένουμε προσκολλημένοι σε αυτή τη λογική; Και εν πάση περιπτώσει, εμείς τι είπαμε για το 24; Να βάλουμε μια πρόβλεψη μέσα για την κλιματική αλλαγή. Δεν σας απασχολεί η κλιματική αλλαγή; Δεν βλέπετε τι γίνεται γύρω μας; Δεν βλέπετε ότι είναι η μεγαλύτερη απειλή για τη χώρα; Δεν θεωρείτε, δηλαδή, ότι αυτό πρέπει να έχει μια συνταγματική κατοχύρωση και κρύβεστε πίσω τσιτάτα ότι “δεν πρέπει να αλλάξουμε το 24 γιατί μόνο εμείς είμαστε αγωνιζόμαστε για αυτό”; Ποιον προστατεύετε; Ποιον προστατεύετε πραγματικά με τον να μην αλλάξετε το 24 στην κατεύθυνση την οποία εμείς προτείνουμε ή σε μια άλλη κατεύθυνση την οποία εσείς θα εισηγηθείτε; Πράγματι, το 24 όταν γράφτηκε το 1975, ήταν εξαιρετικά καινοτόμο. Και πράγματι η ομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, μπορεί να ήταν αυστηρή σε πολλά, αλλά προστάτευσε τη χώρα μας από ακρότητες και υποχρέωσε τη διοίκηση να προβεί τελικά σε πολεοδομικό και χωροταξικό σχεδιασμό και να συμμορφωθεί με τις διατάξεις του Συντάγματος. Αλλά αυτά έγιναν πριν από 44 χρόνια. Δεν μπορεί να έρχεστε σήμερα λοιπόν, και να λέτε ότι έγιναν κάποιες προσθήκες. Πράγματι, για τον ορισμό του δάσους, έγιναν κάποιες προσθήκες, δεν λύθηκαν όμως άλλα ζητήματα. και αυτές έγιναν το 2001. Έγιναν πριν από 17 χρόνια. Ας δούμε την αλήθεια κατάματα.
Κλείνω. Λυπάμαι κ. Τσίπρα, αλλά χάνεται μια ευκαιρία. Και η ευκαιρία που χάνεται είναι, δυστυχώς -εκτός αν έχουμε συνταγματικές εκπλήξεις- κάποια σημαντικά άρθρα να μην κριθούν αναθεωρητέα και να μην έρθουν ποτέ στην αναθεωρητική Βουλή. Έχετε προσωπικά την ευθύνη γι’ αυτό. Για μια σειρά από σημαντικά άρθρα, όχι μόνο το 16 και το 24, δεν είπατε τίποτα. Δεν είπατε τίποτα για τη Δικαιοσύνη. Σας αρέσουν αυτά που γίνονται στη Δικαιοσύνη; Προφανώς σας βολεύουν όλα αυτά. Εμείς όμως έχουμε διάταξη που προβλέπουμε ασυμβίβαστο για δικαστές. Ώστε να μην έρχεται η κ. Θάνου μια μέρα μετά, να κάνει τον σύμβουλο σε εσάς και μετά να τη στέλνετε στην Ανεξάρτητη Αρχή. Γιατί αυτά κάνατε. Κουβέντα όμως δεν είπατε. Έχετε όλοι σας μια μεγάλη ευθύνη.
Η επόμενη αναθεώρηση, καθώς φαίνεται, θα είναι μια αναθεώρηση μικρότερη από αυτό το οποίο χρειάζεται η χώρα. Κρίμα γι’ αυτό, αλλά η ευθύνη είναι δική σας.