Της Μαρίκας Λυσιάνθη
Η γλώσσα μας φημίζεται για τον σύνθετο και ανθεκτικό στη φθορά του χρόνου πλούτο της. Μια γλώσσα ομιλούσα, που γεννάει συναισθήματα και ζωηρές εικόνες, επιτρέποντας στο μυαλό και την καρδιά να συνταξιδεύουν μακριά από κάθε τρέχουσα συγκυρία.
Αυτό ωστόσο δεν σημαίνει ότι, ακόμη και η ελληνική γλώσσα δεν θα δυσκολευόταν να περιγράψει με επάρκεια την περίπτωση του Ντόναλντ Τραμπ. Ο εκκεντρικός μεγιστάνας του real estate και 45ος Πρόεδρος των ΗΠΑ άλλωστε, είναι… τόσα πολλά.
Μέσα στα πολλά αρνητικά του ωστόσο, είναι δύσκολο να μην του αναγνωρίσει κάποιος ότι αντιλαμβάνεται γρήγορα, εύκολα και σε πληρότητα συμπεράσματος τους παλμούς της κοινωνίας. Και φροντίζει να συντονιστεί μαζί τους, αν όχι να τους εκφράσει.
Στο περιθώριο της αποκρουστικής επίθεσης που εξαπέλυσε κατά του Άντονι Φάουτσι και των λοιπών επιστημόνων των ΗΠΑ λοιπόν, ο Ντόναλντ Τραμπ περιέγραψε μια μεγάλη αλήθεια για την τρέχουσα εποχή της πανδημίας του κορονοϊού, που άλλαξε τόσο άγαρμπα και βίαια την καθημερινότητά μας, αμφισβητώντας ευθέως παγιωμένες βεβαιότητες.
“Ο κόσμος κουράστηκε. Βαρέθηκε”, ήταν το συμπέρασμα του Ντόναλντ Τραμπ για το πώς αντιμετωπίζουν πλέον οι κοινωνίες, και όχι μονάχα η αμερικανική, την πανδημία του κορονοϊού. Το δέος του φόβου για τη ζωή, έχει υποχωρήσει, μπροστά στην κόπωση από τη ρουτίνα της αγωνίας, της ανασφάλειας και της αβεβαιότητας.
Η προσδοκία της ελπίδας άλλωστε, δια μέσου των αιώνων διεκδικεί μια χαρισματική τεχνογνωσία, για να επικρατεί του φόβου. Εκεί είμαστε σήμερα. Και η κόπωση… περιμένοντας την ελπίδα, συντρίβει ακόμη και την ατομική ευθύνη.
Ο Τραμπ το έχει καταλάβει. Και το εκμεταλλεύεται, για να κερδίσει τις εκλογές. Αν το καταλάβουν και οι υπόλοιποι ηγέτες του πλανήτη, ίσως γίνουν περισσότερο εμπνευσμένοι και αποτελεσματικοί στη στρατηγική αφύπνισης των κοινωνιών.