Γράφει ο Δημήτρης Ριζούλης
Τα έχουμε ζήσει και στο παρελθόν. Τώρα όμως χάθηκε η μπάλα. Η εργαλοιοποίηση της επικοινωνίας εις βάρος της ουσίας έχει προσλάβει στην εποχή μας επικίνδυνες διαστάσεις.
Οδηγεί σε διαστρέβλωση της πραγματικότητας αλλά και σε ακραίες καταστάσεις, άρνησης ή ανυπακοής. Με δεδομένη την ιδιαίτερη συγκυρία του κορονοϊού, μία είναι η βασική εξήγηση της μη τήρησης των περιοριστικών μέτρων και κατ’ επέκταση της αναποτελεσματικότητάς τους. Χάθηκε κάθε ίχνος αξιοπιστίας. Πολύς κόσμος έπαψε να πιστεύει τους κυβερνώντες και κυρίως τους μεταφορείς των αποφάσεων του κράτους, δηλαδή τους δημοσιογράφους.
Η ενημέρωση βαδίζει σε πολύ σκοτεινούς δρόμους στην Ελλάδα. Η κρίση του κορονοϊού εκτόξευσε το φαινόμενο της στρεβλής παρουσίασης των ειδήσεων, με αποτέλεσμα να μην μπορούν πια να κρυφτούν όσοι μετέχουν στο παιχνιδάκι της κυβερνητικής προπαγάνδας. Η απαξίωση μεγαλώνει και η οργή στην κοινωνία πολλαπλασιάζεται. Μεγάλο μέρος της δημοσιογραφικής κοινότητας έχει μετατραπεί στο πιο σιχαμένο κομμάτι της κοινωνίας, δικαιώνοντας τα παλιά ισοπεδωτικά συνθήματα που φώναζαν πάσης φύσεως ακραίοι.
Οι περισσότερες δημοσιογραφικές φωνές (κυρίως στην τηλεόραση) παράγουν τοξικότητα. Είναι ο ρόλος του δημοσιογράφου να εμφανίζεται ως κοινός ρουφιάνος ψάχνοντας κάθε περίπτωση απείθαρχου ή ανεύθυνου πολίτη για να την καταγγείλει; Να παριστάνει τον χωροφύλακα, αναζητώντας αυτόν που δεν φοράει μάσκα ή κυκλοφορεί χωρίς να έχει στείλει το σωστό sms; Ποιος μας όρισε μακρύ χέρι του κράτους, να απειλούμε με υψωμένο το δάχτυλο, λες και αποτελούμε κάποια ειδική κατηγορία εκλεκτών που έχει αναλάβει να επιβάλει τη δημόσια τάξη;
Από την άλλη όμως, κλείνουμε (εννοώ ως κλάδος) τα μάτια στα κυβερνητικά λάθη, λειτουργούμε ως κομματικά όργανα, αναπαράγουμε άκριτα non papers επικοινωνιακών επιτελείων, διαλέγουμε ποιοι θα έχουν βήμα για να ακουστούν και ποιοι όχι, διακόπτουμε απόψεις που δεν ταυτίζονται με το επιδιωκόμενο αφήγημα, φιμώνουμε πρόσωπα (ακόμα και επιστήμονες), ειρωνευόμαστε τους φόβους ή την αμάθεια μερίδας της κοινωνίας… Είναι όλα αυτά δημοσιογραφία;
Η ρουφιανιά, η ψευτιά και η χρησιμοποίηση της γραφίδας ή του λόγου σαν «πιστόλι» μετατρέπει με ραγδαίο ρυθμό τον κλάδο μας στο πιο μισητό κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας. Μόνο η αρμόδια ένωση, η ΕΣΗΕΑ, δεν το βλέπει και ασχολείται με άλλα, γιατί δεν θέλω να πιστέψω ότι είναι κι αυτή μέρος του παιχνιδιού της προπαγάνδας και της επιλεκτικής πληροφόρησης…
Αυτά που συμβαίνουν στις μέρες μας ξεπερνούν την άλλη σκοτεινή εποχή της ενημέρωσης κατά την έναρξη των Μνημονίων.
Η αισχρή προπαγάνδα του παλιού Mega που έκρυβε και παραποιούσε ειδήσεις (το ομολόγησαν άλλωστε πολλά στελέχη του εκ των υστέρων), κατηγορούσε τους πολίτες ότι αυτοί φταίνε γιατί ζούσαν πάνω από τις δυνάμεις τους και ευθυγραμμιζόταν με τις διαταγές των ξένων δανειστών και των Ελλήνων αντιπροσώπων τους μοιάζει… αθώα μπροστά σε όσα συμβαίνουν σήμερα. Γιατί τώρα το δημοσιογραφικό έγκλημα που βρίσκεται σε εξέλιξη είναι φονικό. Αφορά τη διαχείριση μιας πανδημίας με 50 νεκρούς κάθε μέρα! Το έχουμε καταλάβει;
Η κοινωνία πρέπει να πειστεί για να ακολουθήσει πλήρως τα μέτρα και κυρίως να εμπιστευτεί τους επιστήμονες και αυτούς που φιλοξενούν τις απόψεις τους. Οταν αυτό γίνεται με κομματικά κριτήρια, εργαλειοποιείται πολιτικά η ιατρική άποψη με αντιδημοκρατικές μεθόδους και λοιδορείται μερίδα της ελληνικής κοινωνίας (που φτάνει περίπου στο 30%), ας μην αναρωτιόμαστε γιατί δεν υπάρχει αποτέλεσμα.
Όσο αυτά τα φαινόμενα συνεχίζονται και φουντώνουν, να είστε βέβαιοι ότι το ποσοστό των δύσπιστων και ανυπάκουων θα μεγαλώσει κι άλλο και ενδεχομένως να γίνει πλειοψηφικό.
Στο σκοτεινό σκηνικό της προπαγάνδας βλέπουμε εφημερίδες να ασχολούνται μόνο με την αντιπολίτευση, λες και αυτή κυβερνά. Να δικαιολογούνται κραυγαλέες κυβερνητικές αποτυχίες με αστεία επιχειρήματα που ακόμα και κομματικά στελέχη θα… κοκκίνιζαν να εκφέρουν.
Διάβαζα προχθές γελώντας ρεπορτάζ με τίτλο «αρρυθμίες στην τηλεκπαίδευση, κάθε αρχή και δύσκολη…» λες και δεν συνέβη τίποτα. Είδαμε non papers του Μαξίμου να αναπαράγονται αυτούσια σε μεγάλες ιστοσελίδες μαζί με τη σημείωση-εντολή προς τους δημοσιογράφους πώς πρέπει να παρουσιάσουν το θέμα. Είδαμε να αλλάζουν διαρκώς οι τίτλοι θεμάτων που δεν βολεύουν την κυβέρνηση μέχρι να γίνουν όσο light πρέπει!
Βλέπουμε καθημερινά παρουσιαστές να φιλοξενούν υπουργούς χωρίς κανέναν αντίλογο, μόνους τους στα τηλεπαράθυρα. Ακόμα και σατιρικές (ο Θεός να τις κάνει) εκπομπές να ρίχνονται στη μάχη της βρόμικης προπαγάνδας. Φτάνει πια!
Θα μου πείτε, εδώ είδαμε στην Αμερική τον απόλυτο ξεπεσμό της δημοσιογραφίας: πολιτικό αναλυτή να κλαίει on air στο CNN επειδή εξελέγη ο Μπάιντεν (και μάλιστα έσπευσαν ορισμένοι ανόητοι Έλληνες να τον αποθεώσουν). Η εργαλειοποίηση της επικοινωνίας και η εμπλοκή των σύγχρονων μέσων του διαδικτύου έχει προκαλέσει επικίνδυνες στρεβλώσεις φασιστικού τύπου και διασυρμό του λειτουργήματος της ενημέρωσης.
Γι’ αυτό απαιτείται ανασύσταση της παλιάς, καλής έντιμης δημοσιογραφίας. Που ακόμα κι αν έχει ιδεολογικό «χρώμα», διατηρεί αρχές και αξίες. Σέβεται την αντίθετη άποψη και απέχει από την τυφλή ταύτιση με την εξουσία. Όσο ουτοπικό κι αν ακούγεται, αυτός είναι ο μόνος δρόμος. Όχι για να σωθεί ο κλάδος μας, αλλά για να μην οδηγηθεί η κοινωνία σε ακόμα πιο ακραίες καταστάσεις.