Γράφει ο Γιώργος Χαρβαλιάς
Ξεπερνάει κάθε όριο πολιτικής ξετσιπωσιάς ο διαγωνισμός κυβέρνησης και αντιπολίτευσης για το ποιος… μπουκώνει «θεσμικότερα» τα μέσα ενημέρωσης προκειμένου να προβάλει τα μηνύματα που θεωρεί αναγκαία.
Ο Τσίπρας θεωρούσε αναγκαίο να εξηγήσει στους πολίτες την ολέθρια πολιτική του στο Σκοπιανό και ταυτόχρονα βέβαια να «μαλακώσει» τις αντιδράσεις στα μέσα ενημέρωσης, μοιράζοντας χρήμα οριζοντίως και καθέτως, χωρίς κανένα αντικειμενικό κριτήριο. Ο Μητσοτάκης θεώρησε αναγκαίο να εξηγήσει στους πολίτες ότι πρέπει να μείνουν στα σπίτια τους εν όψει πανδημίας και βρήκε επίσης αφορμή να κάνει πολιτική δημοσίων σχέσεων με τους βαρόνους των media.
Οι δύο καμπάνιες ασφαλώς δεν μπορούν να συγκριθούν μεταξύ τους. Ούτε σε σκοπό ούτε όμως και σε μέγεθος. Η μία έγινε για να προωθήσει έναν αμιγώς κυβερνητικό στόχο προπαγάνδας με λεφτά του Ελληνα φορολογουμένου και η άλλη για να επιβάλει συγκεκριμένη πολιτική αντιμετώπισης μιας πρωτοφανούς απειλής για τη δημόσια υγεία.
Ασφαλώς ευγενέστερος ο σκοπός της τρέχουσας… χειραγώγησης, ασχέτως βέβαια αν θα αργήσουμε να αξιολογήσουμε το αλγεβρικό πρόσημο μιας τόσο δραστικής μεθόδου, όπως το lockdown που επιβλήθηκε και σήμερα έχει πλέον καταργηθεί, ασύντακτα και άγαρμπα από τους πολίτες, αλλά και με τη βούλα του κράτους, που επέτρεψε τη μαζική και ανεξέλεγκτη είσοδο επισκεπτών από το εξωτερικό. Και στις δύο περιπτώσεις, όμως, το γεγονός ότι χρησιμοποιήθηκε δημόσιο χρήμα είναι εξ αντικειμένου απαράδεκτο. Για τις μεν Πρέσπες αποτελεί πρόκληση ότι η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ επιχείρησε να ξεπλύνει τις πομπές της, εξηγώντας το… δίκιο της με πληρωμένες καταχωρίσεις από τα κρατικά ταμεία. Στην περίπτωση της πανδημίας, από την άλλη, οι οδηγίες προφύλαξης αποτελούσαν κοινωνικό μήνυμα και μάλιστα ύψιστης σημασίας, το οποίο όλα τα μέσα έπρεπε -βάσει και σχετικού νόμου- να μεταδίδουν δωρεάν!
Ειδικά τα κανάλια θα έπρεπε να πληρώνουν και όχι να… πληρώνονται για να μεταδίδουν κάθε απόγευμα στις 6 τη συνέντευξη Τσίπρα – Χαρδαλιά, η οποία εκ των πραγμάτων θα εξασφάλιζε υψηλή τηλεθέαση.
Αντ’ αυτού το πρωθυπουργικό επιτελείο αποφάσισε να αναστείλει ακόμη και τις προγραμματισμένες δόσεις πληρωμής για τις άδειες των τηλεοπτικών σταθμών, προκειμένου να… διευκολύνει αυτούς τους καλούς ανθρώπους, τους καναλάρχες, διαχωρίζοντάς τους από τους υπόλοιπους ανώνυμους Ελληνες. Σαν να μην έφτανε αυτό, τα κανάλια μοιράστηκαν μαζί με τα άλλα μέσα ενημέρωσης το αδιανόητο ποσό των 20.000.000 ευρώ, απλά για να κάνουν το χρέος τους απέναντι στην εθνική απειλή της πανδημίας.
Πώς μοιράστηκαν αυτά τα χρήματα παραμένει ακόμη άγνωστο. Γνωρίζουμε ότι υπήρξαν κραυγαλέοι αποκλεισμοί «μη αρεστών», κάποιοι άλλοι περιορίστηκαν σε ψίχουλα για τα μάτια του κόσμου, ενώ ευεργετήθηκαν και μέσα αμφιβόλου ποιότητος και επιρροής, ακόμη και… part time λειτουργίας με αμιγώς κομματικά-πελατειακά κριτήρια. Στην περίπτωση του «λεφτόδεντρου Πέτσα» δεν γνωρίζουμε τα επιμέρους ποσά, γνωρίζουμε μόνο τους αποδέκτες. Αντιθέτως, ο ΣΥΡΙΖΑ, σε μια φτηνή ρελάνς εντυπώσεων, έδωσε στη δημοσιότητα και την κατανομή των ποσών για τη… διαφήμιση του ξεπουλήματος της Μακεδονίας.
Και στις δύο περιπτώσεις η μεθόδευση είναι πρωτοφανής και ντροπιαστική για δημοκρατική χώρα. Η ντροπή ανήκει και στα δύο πολιτικά κόμματα που διαιωνίζουν την παράδοση των κρατικοδίαιτων ΜΜΕ, ανήκει όμως και στους αρμόδιους φορείς ελέγχου, όπως το ΕΣΡ, στελέχη των οποίων πληρώνονται επίσης από τον Ελληνα φορολογούμενο, απλά για να παριστάνουν το κορόιδο στην υπηρεσία της εκάστοτε κυβέρνησης.