Γράφει ο Γιώργος Λακόπουλος
Ίσως αυτό το καλοκαίρι να μην είναι όπως το περιμένουμε στο ελληνουρκικό μέτωπο. Αν αυτό σχετίζεται με την υγειονομική κρίση, δεν αφορά ακριβώς τις αρνητικές συνέπειές της, αλλά την πιθανότητα να εκληφθούν από την Άγκυρα ως δημιουργία περιβάλλοντος για να περάσει στο επόμενο στάδιο της αναθεωρητικής στρατηγικής της.
Αν αυτό γίνει με ευθεία πρόκληση, όπως θα ήταν η εγκατάσταση ενός γεωτρύπανου εντός της ελληνικής κυριαρχίας, ή με διαμόρφωση -δίκην προβοκάτσιας- όρων που θα προκαλέσουν βίαιη ελληνική αντίδραση- σε ένα επεισόδιο που θα σκηνοθετήσει, όπως στα Ίμια το 1996, κανείς αναλυτής δεν μπορεί να το προβλέψει.
Αυτό στο οποίο όλοι συγκλίνουν είναι ότι τα ελληνοτουρκικά πλησιάζουν στο λαιμό του μπουκαλιού. Οι προκλητικοί σχεδιασμοι για την Αγιά Σοφιά δείχνουν οτι η ένταση που καλλιεργούν οι Τούρκοι αναζητά πεδίο -και αφορμή- εκτόνωσης και αυτό θα ισοδυναμεί με «ώρα μηδέν» για την Ελλάδα.
Θα πρέπει να είναι έτοιμη, όχι απλώς για απάντηση, αλλά και για τη διαχείριση των συνεπειών της απάντησης στον ελληνοτουρκικό άξονα και στη διεθνή σκηνή.
Για να αναζητήσουμε απάντηση στο ερώτημα αν πράγματι είναι έτοιμη, πρέπει περιγράψουμε τα χαρακτηριστικά του προβλήματος και τη δυναμική τους. Η πληρέστερη περιγραφή από πολιτικό τα τελευταία χρόνια δόθηκε από τον πρώην Πρωθυπουργό Κ. Καραμανλή στα τέλη Οκτωβρίου του 2019.
Υπάρχουν εκτιμήσεις συνομιλητών του ότι ο ίδιος -που δεν έχασε ποτέ από το οπτικό πεδίο του τα ελληνοτουρκικά- αν δεν είχε μεσολαβήσει ο κορονοϊός- θα «επικαιροποιούσε» τις θέσεις του – ενδεχομένως με πιο δραματικούς τόνους και πάντως επαναλαμβάνοντας ότι «στη Θράκη, στο Αιγαίο, στην Κύπρο μετριέται η αντοχή του Ελληνισμού«.
Στην παρέμβαση Καραμανλή το 2019 οι πολιτικοί παρατηρητές είχαν ξεχωρίσει τα εξής σημεία:
Πρώτο: «Στα χρόνια που έρχονται, θα βρεθούμε αντιμέτωποι με μεγάλες προκλήσεις, που, ας μην έχουμε αυταπάτες, θα απαιτήσουν συγκροτημένες πολιτικές, αποφασιστικότητα και τόλμη. Θα χρειαστεί να πάρουμε δύσκολες αποφάσεις και να τις εφαρμόσουμε με συνέπεια και πειθαρχία».
Δεύτερο: « Πρέπει να εργαζόμαστε αδιάλειπτα για την ανάδειξη του προβλήματος ως ευρω-τουρκικού, και όχι αμιγώς ελληνοτουρκικού και να οικοδομούμε ισχυρές συμμαχίες, στη βάση διμερών ή πολυμερών συμφωνιών, που αναβαθμίζουν τη θέση μας στην περιοχή».
Τρίτο: «Η εμπειρία του παρελθόντος έχει δείξει ότι η Ελλάδα δεν πρέπει να συρθεί ούτε να παρασυρθεί από τις μεθοδεύσεις της Τουρκίας και δεν πρέπει να επιτρέψει τη δημιουργία τετελεσμένων σε βάρος των κυριαρχικών δικαιωμάτων της».
Τέταρτο: «Η υπεράσπιση των κυριαρχικών δικαιωμάτων και των εθνικών συμφερόντων μας θα βασιστεί στις δικές μας δυνάμεις. Στην εμπέδωση αρραγούς εθνικού μετώπου και στη διασφάλιση της αποτρεπτικής ισχύος των ενόπλων μας δυνάμεων» .
Πέμπτο: «Οι συστάσεις και προτροπές που μας καλούν τάχα να «λογικευτούμε και να τα βρούμε», πολύ δε περισσότερο πιέσεις φίλων, συμμάχων ή εταίρων, δεν γίνονται δεκτές, αν προσκρούουν στο εθνικό συμφέρον».
Η αλήθεια είναι ότι παρά την εντύπωση που έκανε τότε η ομιλία, στη συνέχεια οι πολιτικές δυνάμεις δεν έκαναν βήματα διαμόρφωσης μεταξύ τους συνθηκών συναντίληψης σ’ αυτά θέματα.
Αντίθετα η κυβέρνηση έδειξε να μην ενδιαφέρεται καν γι’ αυτό. Πολλοί όμως σημειώνουν ότι δεν έχει επεξεργασμένη πολιτική και έχει δώσει την εντύπωση διαθέσεων «κατευνασμού» του Ερντογάν. Έναντι του οποίου ο πρωθυπουργός δεν έκανε τους καλύτερους δυνατούς χειρισμούς στις δυο κατ’ ιδίαν συναντήσεις τους.
Το ίδιο φάνηκε με τις κυβερνητικές επιλογές στη Λιβύη με τον «πολέμαρχο» Χαφτάρ -μετά τη συμφωνία της αναγνωρισμένης κυβέρνησης της με την Τουρκία. Για την οποία η ελληνική πλευρά άρχισε να αυτοκαταναλώνει την αποπροσανατολιστική θεωρία της «διπλωματικής απομόνωσης».
Παιδαριώδες, απέναντι σε μια περιφερειακή υπερδύναμη. Φάνηκε εξ άλλου και από την περιορισμένη απήχηση που είχε η πρόσφατη ελληνο-ιταλική προσέγγιση στην ΑΟΖ σε άλλες χώρες της περιοχής με τις οποίες επιχειρήθηκε η επανάληψη.
Σ’ αυτό το πλαίσιο – στο οποίο οι λέξεις «Χάγη», «διάλογος», αλλά και «θερμό επεισόδιο», ακούγονται όλο και πιο συχνά η αίσθηση ότι «κάτι πρόκειται να συμβεί» ενισχύεται από τις αντιφατικές παρεμβάσεις στο δημόσιο χώρο από διακεκριμένους παράγοντες.
Όπως π.χ. ο Αντ. Σαμαράς που θέτει «βέτο» στον Πρωθυπουργό και στην αντίθετη κατεύθυνση η Ντόρα Μπακογιάννη. Αλλά και πρόσωπα που σχετίζονται με την κυβέρνηση όπως οι καθηγητές Ντόκος και Ροζάκης. Για τον δεύτερο μάλιστα ο καθηγητής Καρυώτης επισήμανε διαφοροποίηση στις σημερινές θέσεις του για την ΑΟΖ του Καστελόριζου από παλιότερες.
Την ίδια αίσθηση ενίσχυσε η αιφνίδια τηλεφωνική επικοινωνία Μητσοτάκη -Ερντογάν, που κατά γενική εκτίμηση, αν δε επιβλήθηκε, σίγουρα προετοιμάσθηκε ή διευκολύνθηκε με παρεμβάσεις της Γερμανίας και της Γαλλίας.
Αν πράγματι αυτή η κινητικότητα είναι προάγγελος εξελίξεων σίγουρα δεν θα αποβούν προς για το συμφέρον της Ελλάδας, αν βρουν το πολιτικό της σύστημα απροετοίμαστο και χωρίς εθνική γραμμή.
Πολύ περισσότερο αν παραμείνει κατακερματισμένο στην τροφοδότηση της πόλωσης με φαινόμενα σαν αυτά που είδαμε στην Προανακριτική, και με την αναβίωση της κασετολογίας.
Αποτελεί χρέος του Πρωθυπουργού να κλείσει αυτά τα θέματα αρχίζοντας από την παρωδία της Προανακριτικής. Η ΝΔ ας τιμωρήσει αλλιώς τον «εξωμότη» Παπαγγελόπουλο, αλλά και ας πλήξει τον ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς ανάσυρση του Καμμένου.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης αντί για τη συνάφεια με οικονομικά και μιντιακά κέντρα για να πλήξει τον αντίπαλό του, οφείλει να κινηθεί στην κατεύθυνση δημιουργίας εσωτερικού μετώπου -σε συνεννόηση με τις λοιπές πολιτικές δυνάμεις.
Αυτό το μέτωπο δεν μπορεί παρά να εδραιωθεί στην διαμόρφωση συναντίληψης στην κατανόηση των ελληνοτουρκικών και των ελληνικών χειρισμών ανάμεσα στον ίδιο και στον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης Αλέξη Τσίπρα , που έχει εμπειρία στο χειρισμό των ελληνοτουρκικών.
Η συντήρηση της πολιτικής έντασης από κυβερνητικής πλευράς, στο βωμό κομματικών επιδιώξεων – που αφήνει εκτός εθνικού σχεδιασμού τις άλλες πολιτικές δυνάμεις και κυρίως το ΣΥΡΙΖΑ- θα συμπληρώσει τον κύκλο των λανθασμένων επιλογών που έγιναν ως τώρα, όπως η προτίμηση σε μη πολιτικά πρόσωπα για τα αξιώματα του Προέδρου της Δημοκρατίας ή του Επιτρόπου και η εμφανής προετοιμασία για πρόωρες εκλογές.
Καθώς τα κυοφορούμενα γεγονότα στα εθνικά θέματα υπερβαίνουν την εσωτερική πολιτική, η κυβερνητική αίσθηση «αυτάρκειας» την αποδυναμώνει εν όψει όσων την αναμένουν.
Πρωτίστως όμως θα αποδυναμώσει τον ίδιο τον Πρωθυπουργό ως κεντρικό εθνικό χειριστή, αφού θα τον καταστήσει – και στα ελληνοτουρκικά, όπως είχε συμβεί με τις Πρέσπες- όμηρο του Αντ. Σαμαρά και της ακροδεξιάς, εντός και εκτός ΝΔ.