Ομιλία Ευ. Βενιζέλου στο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών (28.2.2019) στη συζήτηση «Οι στόχοι του Έθνους»
Ο Συμεών Τσομώκος, ο εμπνευστής του Φόρουμ Δελφών, μας έχει καλέσει εδώ πολλούς μαζί, σε αυτό το πάνελ, το προκαταρκτικό, το οποίο επιδιώκει να αναζητήσει τους στόχους του Έθνους για τα επόμενα δέκα χρόνια, αλλά πρωτίστως να ζεστάνει την ατμόσφαιρα μέχρι την επίσημη έναρξη του Φόρουμ.
Όταν λοιπόν διάβασα ότι πρέπει να συζητήσουμε για τους νέους στόχους του Έθνους, 2020 – 2030, ετοιμάστηκα να πάρω μέρος σ΄ ένα φιλικό φεστιβάλ κοινοτοπίας. Και αναρωτήθηκα πώς μπορεί να αντιδράσει κανείς στον κίνδυνο της κοινοτοπίας, που είναι πραγματικά θανατηφόρος; Και η απάντησή μου είναι: οδηγώντας τα πράγματα στα άκρα.
Τα έθνη σπανίως έχουν ενιαίους στόχους, ευκρινείς και αυτονόητους. Αυτό συμβαίνει όταν οι συνθήκες είναι επαναστατικές, όταν υπάρχει πολύ μεγάλος κίνδυνος ή όταν υπάρχει αδήριτη ανάγκη. Στην Ιστορία των τελευταίων διακοσίων χρόνων από την έκρηξη της επανάστασης το 1821 μέχρι σήμερα, σε λίγες περιόδους υπήρχαν ενιαίοι στόχοι του Έθνους. Υπήρχε ο ενιαίος στόχος της δημιουργίας του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, και αυτός όμως δεν ήταν τόσο απλός. Έπρεπε να υπάρχει στρατιωτική ήττα για να γεννηθεί το ελληνικό κράτος ως προτεκτοράτο των μεγάλων δυνάμεων της εποχής.
Στη συνέχεια υπήρξε η Μεγάλη Ιδέα, υπήρξαν στόχοι που συνδεόντουσαν με τους βαλκανικούς πολέμους, αλλά το Έθνος διχάστηκε στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, διχάστηκε στην Μικρασιατική Εκστρατεία. (Όταν η πληθυσμιακή αναλογία με τον πληθυσμό της καταρρέουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν ένα προς δυο- όχι ένα προς τρία, ήταν επτά εκατομμύρια η Ελλάδα δεκατρία εκατομμύρια η απέναντι πλευρά, ένα προς τρία ήμασταν το 1974, δέκα εκατομμύρια η Ελλάδα, τριάντα τρία εκατομμύρια η Τουρκία όταν έγινε η εισβολή στην Κύπρο για να έχουμε μια αίσθηση των πραγματικών δυναμικών).
Και βέβαια υπήρχαν τέτοιοι στόχοι στη διάρκεια της κατοχής, της γερμανοιταλικής και βουλγαρικής κατοχής, στη διάρκεια της δικτατορίας, ας πούμε ότι η κοινωνία τελικώς ήταν προφανώς αντιστασιακή, αντιδικτατορική, αλλά διχάστηκε σε πολύ μεγάλα ζητήματα. Ο τελευταίος διχασμός, ο μνημονιακός και αντιμνημονιακός, αφορούσε στην πραγματικότητα τον τρόπο με τον οποίο σκέφτεται η κοινωνία, τη νοοτροπία, το συλλογικό υποκείμενο του Έθνους που δεν συγκροτείται ως ενιαίο.
Άρα θα επιδιώξω να συνοψίσω τους στόχους του Έθνους, όχι μόνον τους στόχους της οικονομίας, για την επόμενη δεκαετία, όπως τουλάχιστον εγώ τους αντιλαμβάνομαι μέσα από μια τριβή υπό πολλές ιδιότητες τα τελευταία χρόνια, ιδίως τα χρόνια της κρίσης που είναι δέκα τώρα και θα ήθελα να σας πω πράγματα αυτονόητα με αλλά με μια πολύ συγκεκριμένη σειρά.
Το Έθνος λοιπόν, για να έχει στόχους πρέπει να υπάρχει. Πρώτος στόχος είναι η επιβίωση του Έθνους. Επιβίωση σημαίνει όχι μόνον βιολογική επιβίωση, δηλαδή δημογραφική επιβίωση. Κάτι το οποίο είναι πάρα πολύ δύσκολο για να επιτευχθεί και θέλει γενναία μέτρα άλλης αντίληψης που δεν αφορούν το τρίτο, τέταρτο παιδί αλλά αφορούν το πρώτο παιδί και αφορούν τα νέα μοντέλα οικογένειας, τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνονται οι νέες Ελληνίδες και οι νέοι Έλληνες τις σχέσεις τους τις ερωτικές, τις μόνιμες σχέσεις τους, τον χρόνο της τεκνοποιίας. Αλλά και τη μετανάστευση .
Η επιβίωση αφορά τη γλώσσα ως παρακαταθήκη της συλλογικής συνείδησης και μνήμης, κάτι με το οποίο πρέπει να ασχοληθούμε σοβαρότερα. Αφορά τα δίκτυα των αποδήμων, διότι πρέπει να αποκτήσει ξανά δικτυακό χαρακτήρα το Έθνος, δεν μπορεί να έχει απλά και μόνον Ελλαδικό χαρακτήρα. Πρέπει να ενισχύσουμε όλα τα διεθνή πλεονεκτήματα του Ελληνισμού, δηλαδή όλα τα πεδία στα οποία ο Ελληνισμός είναι απολύτως αναγκαία συνιστώσα της διεθνής αντίληψης συγκεκριμένων προταγμάτων. Δηλαδή δεν υπάρχει ολυμπιακή ιδέα χωρίς Ελληνισμό, δεν υπάρχει ναυτιλία παγκόσμια χωρίς την ελληνική διάσταση, δεν υπάρχει χριστιανοσύνης χωρίς την Ανατολική Εκκλησία , χωρίς τον ρυθμό τον ελληνικό .
Επίσης πρέπει φυσικά να υπερβούμε τα συμπλέγματα και επειδή είμαστε εδώ στον ομφαλό της γης, αυτή η παλινδρόμηση μεταξύ του ομφαλού της γης και του απόλυτου περιθωρίου του ευρωπαϊκού γίγνεσθαι, είναι εξοντωτική. Εάν δεν ισορροπήσει αυτή η διαρκής παλινδρόμηση ανάμεσα στο μηδέν και το άπειρο ,όπου η μια αντίληψη οδηγεί στο άπειρο διότι είμαστε τα πάντα και οι άλλοι στο μηδέν γιατί δεν είμαστε απολύτως τίποτα, δεν πρόκειται να αποκτήσουμε ταυτότητα.
Αυτό αφορά και τη σχέση μας με την Ευρώπη, τη συνεχή αίσθηση ότι η Ευρώπη είναι αλλού ή πουθενά, γιατί τώρα η Ευρώπη είναι μεταξύ του αλλού και του πουθενά. Εμείς πρέπει να δούμε πως ακολουθούμε αυτήν την πορεία- θα επανέλθω στο σημείο αυτό.
Άρα χρειάζεται ένας νέος πατριωτισμός ο οποίος δεν είναι εύκολο να οικοδομηθεί και αυτό συνδέεται πράγματι ,όπως ειπώθηκε, με την εξωτερική πολιτική και την πολιτική ασφάλειας και άμυνας και με την εθνική συναίνεση αλλά με όρους ειλικρίνειας και διορατικότητας και όχι ως μικροπολιτικό, συγκυριακό παίγνιο. Και όταν μιλάω για εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας δεν εννοώ ζητήματα ταυτότητας, ιδεοληψίας, πρόσληψης όπως είναι η διαχείριση του ζητήματος του ονόματος και της συνθήκης των Πρεσπών ,αλλά ζητήματα στα οποία υπάρχει πραγματικό διακύβευμα ασφάλειας, ζητήματα που έχουν κίνδυνο θανάτου. Όταν μιλάμε για εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας και άμυνας, μιλάμε για ζητήματα με κίνδυνο στρατιωτικής εμπλοκής. Μιλάμε πρωτίστως για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και το κυπριακό. Το να αναγορεύει κανείς σε υπόδειγμα άσκησης εξωτερικής πολιτικής τις Πρέσπες, είναι λάθος. Είναι λάθος γιατί δεν έχουμε την αίσθηση των μεγεθών και των κινδύνων. Δεν μπορεί να μιλάμε για δόγμα αμυντικής πολιτικής και ασφάλειας με αφορμή τις Πρέσπες, χωρίς να βλέπουμε πως αυτή η συμφωνία τοποθετείται στο γενικότερο πλαίσιο των δυτικών Βαλκανίων, όπου τα πάντα ανατρέπονται. Και μακάρι να λειτουργήσουν οι Πρέσπες ως μια παράμετρος σταθερότητας και ασφάλειας, μπορεί αυτό να καταστεί άνευ αντικειμένου, μέσα από τις εξελίξεις στην Αλβανία, στο Κόσοβο, στη Σερβία, στο Μαυροβούνιο.
Δεύτερο, για να έχει στόχους το Έθνος, πρέπει να διαθέτει ένα ενεργό συλλογικό υποκείμενο. Ποιο είναι το ενεργό συλλογικό υποκείμενο του Έθνους; Ο παρόν λαός. Λέει, λοιπόν, το άρθρο 1 παράγραφος 3 του Συντάγματος, δεν το λέω από επαγγελματική διαστροφή, μια φράση η οποία είναι πολύ σημαντική και θέλω να την θυμηθούμε: «Όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το λαό. Υπάρχουν υπέρ αυτού και του Έθνους και ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα.» Το ότι υπάρχουν υπέρ αυτού και του Έθνους είναι η σχέση ανάμεσα στη συγκυρία και την Ιστορία. Για να έχεις ένα ενεργό υποκείμενο ιστορικό πρέπει να λαμβάνεις υπόψη σου κάτι πέραν του παρόντος λαού. Άρα ο δεύτερος στόχος είναι η αφύπνιση της κοινωνίας. Πρέπει να αποκτήσεις ένα υποκείμενο – θέλετε να το λέμε «λαό» που είναι μια θεσμική προσέγγιση; θέλετε να το λέμε «κοινωνία» που είναι μια πιο ολοκληρωμένη προσέγγιση;- πάντως θέλεις συλλογικό υποκείμενο με συνείδηση της ιστορίας και της ανάγκης αλληλεγγύης των γενεών. Αυτό δεν υπάρχει. Ούτε συνείδηση της Ιστορίας υπάρχει, παρότι το Έθνος είναι υποτίθεται ιστορικό, ούτε αίσθηση της ανάγκης αλληλεγγύης των γενεών υπάρχει. Και άλλωστε ποια κοινωνία; Μια κοινωνία στην οποία κυριαρχεί ο φόβος, η κόπωση; Αυτά οδηγούν στην ηττοπάθεια, στην απογοήτευση, στην απόρριψη του εκσυγχρονιστικού προτάγματος.
Άρα το ζήτημα είναι εάν μπορεί η κοινωνία να υιοθετήσει το εκσυγχρονιστικό πρόταγμα για τα πάντα, για τους θεσμούς, για την ανάπτυξη, για τη 4η βιομηχανική επανάσταση για τα πάντα, εξαιρετικά δύσκολο αυτό. Είναι εξαιρετικά δύσκολο γιατί τα τελευταία χρόνια έχει αποδιαρθρωθεί η μεσαία τάξη. Χωρίς μεσαία τάξη δεν έχεις ανάπτυξη, κινδυνεύεις να μην έχεις δημοκρατία και κινδυνεύεις να μην έχεις εθνική συνείδηση.
Τρίτον, η Ελλάδα για να αντέξει τον διεθνή ανταγωνισμό πρέπει να κερδίσει το στοίχημα του χρόνου, του χρόνου γενικά. Δηλαδή, ο τρίτος στόχος δεν αρκεί να είναι μόνον το ένα ή μόνον το άλλο, δηλαδή μόνο η τεχνητή νοημοσύνη, μόνον η 4η βιομηχανική επανάσταση, μόνον ο ψηφιακός ανταγωνισμός. Πρέπει να είναι το άλμα στο χρόνο γενικότερα, χρειαζόμαστε συντελεστές επιτάχυνσης του ιστορικού χρόνου. Δεν έχουμε περιθώρια για γραμμικές εξελίξεις. Δεν μπορεί η Ελλάδα να ακολουθήσει γραμμική εξέλιξη από το σημείο που βρίσκεται, από το σημείο το οποίο υποχώρησε στο σημείο το οποίο πρέπει να είναι με βάση τα ευρωπαϊκά ή τα διεθνή standards. Αυτό σημαίνει όλα όσα υποπτεύεται κανείς και όλα όσα ειπώθηκαν με πολύ ωραίο τρόπο, σημαίνει όλα αυτά τα οποία είπαμε για τη ψηφιακή ταυτότητα της χώρας, για τα πανεπιστήμια, για τα ερευνητικά κέντρα, για τις επιχειρήσεις, για την καινοτομία στην οποία ειρήσθω εν παρόδω ο δημόσιος τομέας έχει μεγαλύτερη συμβολή από τον ιδιωτικό στην Ελλάδα- θα το συζητήσουμε σε κάποια άλλη ευκαιρία-, για τα δίκτυα, τις υποδομές, για την ενεργειακή πολιτική, για τη διαχείριση απορριμάτων, για τον τουρισμό, για την silver economy, για την ποιότητα ζωής, για το πώς γίνεσαι χώρος υποδοχής αλλοδαπών συνταξιούχων, αλλά όχι μόνο αυτά και όλα τα άλλα. Δηλαδή, τις τεράστιες αλλαγές στην αγορά εργασίας, την έννοια της εργασίας και τη δημιουργία νέων ανισοτήτων, οι οποίες δεν είναι μόνον εισοδηματικές ή περιουσιακές, είναι και διανοητικές ανισότητες, οι οποίες είναι και κρισιμότερες. Ας πούμε στην ιατρική, στην αναζήτηση ιατρικής φροντίδας, ο μεγάλος φραγμός δεν είναι η δυνατότητα να αναλάβεις το κόστος, το κόστος το καλύπτεις, είναι να έχεις την πληροφορία. Υπάρχει ανισότητα στη απόκτηση και διαχείριση της πληροφορίας που είναι το κρισιμότερο. Και βέβαια δεν μπορείς να έχεις την ίδια προσέγγισή για τις επιχειρήσεις έντασης κεφαλαίου και για τις επιχειρήσεις έντασης εργασίας, δεν μπορείς να τις αντιμετωπίζεις με τον ίδιο τρόπο. Γιατί αλλιώς δεν μπορείς να αντιμετωπίσεις κανένα θέμα, ούτε το φορολογικό σύστημα, ούτε το ασφαλιστικό, κανένα θέμα.
Τέταρτο, το έθνος για να έχει στόχους και στρατηγική χρειάζεται ένα θεμελιώδες οργανωτικό εργαλείο που εξακολουθεί να έχει σημασία παρά την αφομοίωση της εθνικής κυριαρχίας. Δηλαδή, τέταρτος στόχος είναι ένα άλλο κράτος, όχι κυρίαρχο με την παλιά έννοια, ένα κράτος – μέλος, αλλά πάντως ένα κράτος εθνικό, ευέλικτο και αποτελεσματικό. Αυτό αφορά όλα όσα φανταζόμαστε, το πολιτικό σύστημα, την διοίκηση, την αυτοδιοίκηση, τη δικαιοσύνη, την αστυνόμευση, την οργάνωση της άμυνας και της ασφάλειας, τη σχέση με την κοινωνία των πολιτών- το ανώτερο στάδιο της κοινωνίας των πολιτών είναι η πολιτική κοινωνία-, τη σχέση με την αγορά και την επιχειρηματική κοινότητα, γιατί τα προβλήματα του δημόσιου τομέα συγκαλύπτουν πολλές φορές τα προβλήματα του ιδιωτικού τομέα της εταιρικής διακυβέρνησης, της διορατικότητας, της διαδοχής των γενεών. Και βέβαια όλα αυτά συνδέονται με τα μεγάλα ανοιχτά ζητήματα που ήδη αναφέρθηκαν, το τραπεζικό, την αναχρηματοδότηση του χρέους, το ασφαλιστικό, την φοροδοτική κόπωση κ.ο.κ.
Πέμπτον, το έθνος για να έχει στόχους και προοπτική, χρειάζεται σταθερό πλαίσιο αναφοράς, το οποίο είναι και αυτονόητο και δυσνόητο ταυτοχρόνως. Άρα πέμπτος στόχος είναι η ει δυνατόν ισότιμη ξανά, έστω τυπικά γιατί και αυτό έχει πια θιγεί, η τυπική ισοτιμία, και ουσιαστική συμμετοχή στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι και στη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, η οποία κινείται μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας. Διότι τώρα πια έχουν φανεί οι ανισότητες, οι φραγμοί μίας διακυβερνητικής κυλιόμενης διαπραγμάτευσης, η σύγκρουση ανάμεσα σε πάγιες εθνικές στρατηγικές των μεγάλων κυρίως κρατών – μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την Ένωση ως τέτοια. Η Ευρώπη είναι σε μια κρίση ταυτότητας και σε μια κρίση στρατηγικής. Δεν μπορείς να συζητήσεις για το πεδίο της δημοκρατίας και το πεδίο της πολιτικής διότι όλα είναι κανονιστικώς ρυθμισμένα. Το μεγάλο ζήτημα είναι τι ξαναπηγαίνει και εντάσσεται στο πεδίο της πολιτικής στην Ευρωπαϊκή Ένωση, χωρίς αυτό να διαλύσει το πεδίο της οικονομικής διακυβέρνησης και το ευρωπαϊκό μοντέλο ανταγωνιστικότητας, το οποίο πρέπει να προσαρμόζεται, φυσικά με διασφαλισμένο το ευρωπαϊκό κοινωνικό κράτος, φυσικά με πρώτο στόχο τη συνοχή των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Αλλά αυτό που παρακολουθούμε ως σύγκρουση, ειπώθηκε προηγουμένως με κάποια άλλη διατύπωση, είναι το γεγονός ότι οι βασικές πολιτικές στην Ευρώπη έχουν μετατραπεί σε νομικούς κανόνες. Αυτό είναι πολύ παλιά επιλογή, έχει γίνει από το 1992. Αυτό γεννά και την κρίση της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας στην αρχή, γιατί η Ευρώπη είναι σοσιαλδημοκρατική στο σύνολό της ως σύλληψη. Αυτό γεννά την κρίση όλων των συμβατικών – συστημικών κομμάτων στη συνέχεια, των κυβερνώντων κομμάτων και τώρα βέβαια φτάνουμε στη διόγκωση των λεγόμενων λαϊκιστικών, αντιευρωπαϊκών, αντισυστημικών κομμάτων, τα οποία οδηγούν στην ανάγκη να συναφθούν άλλοι μεγάλοι συνασπισμοί σε ευρωπαϊκό επίπεδο, εν πολλοίς διαφορετικοί από αυτούς που υπάρχουν στα κράτη – μέλη, στα εθνικά πολιτικά συστήματα.
Και αυτό είναι μια τεράστια αντίφαση, διότι υπάρχει μια απόσταση ανάμεσα στην αντίληψη με την οποία λειτουργεί το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και το Συμβούλιο από τη μία μεριά και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο από την άλλη μεριά. Άρα, υπάρχει μία σύγκρουση με τις εθνικές ταυτότητες και στρατηγικές, σύγκρουση με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονται αντιμέτωπες με μια απλοϊκή και βάρβαρη προσέγγιση της σημερινής αμερικανικής διοίκησης περί ενός εμπορικού πολέμου με την Ευρώπη. Δηλαδή έχει χαθεί το στοιχείο της ιστορικής και στρατηγικής ταύτισης, το στοιχείο της κοινής μοίρας, με το οποίο πορεύεται η Δύση από το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και μετά, γιατί αυτά έχουν τεθεί επί προέδρου Ουίλσον, δεν έχουν τεθεί προσφάτως μετά την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού.
Και φυσικά για την Ελλάδα όλα αυτά σε σχέση με την Ευρώπη, θέτουν το μεγάλο δίλημμα του εξαιρετισμού, του ελληνικού εξαιρετισμού, ο οποίος είναι ένας εξαιρετισμός περιθωρίου, δεν είναι ένας εξαιρετισμός βρετανικός ή δανέζικος. Εξαιρετισμός λοιπόν ή επάνοδος σε μια κανονικότητα η οποία κανονικότητα φοβούμαι ότι δεν υπάρχει πια. Δεν μπορείς να την ορίσεις εύκολα την κανονικότητα, ούτε να την αποκτήσεις από πλευράς τουλάχιστον οικονομικής διακυβέρνησης και χρηματοδότησης. Άρα, βλέπω ότι αυτοί είναι οι στόχοι γύρω από τους οποίους πρέπει να συζητήσουμε.
Υπάρχουν οι προϋποθέσεις; Όχι. Οι προϋποθέσεις της εθνικής συνεννόησης, ενός σοβαρού διαλόγου των πολιτικών δυνάμεων αλλά και των κοινωνικών δυνάμεων, των δημιουργικών δυνάμεων του τόπου, έχουν ακυρωθεί. Τα τελευταία χρόνια δε αυτό έχει καταστεί δόγμα. Είναι η σύγκρουση πάνω στην οποία θεμελιώνεται by the book η εθνικολαϊκιστική πολιτική. Όταν εφαρμόζεις με βάση το πρωτόκολλο, χωρίς καμία απόκλιση, μια εθνικολαϊκιστική πολιτική και άρα χτυπάς τις «ελίτ», γιατί εκφράζεις τον «απλό λαό» , καταστρέφεις τη μεσαία τάξη για να το πετύχεις αυτό. Όταν χτυπάς το «παλιό», το ancien regime, γιατί εσύ εκφράζεις το «νέο» και όταν όλα βασίζονται στην εσωτερική σύγκρουση, δηλαδή σε ένα αξιακό, συμβολικό, εμφύλιο πόλεμο, έχεις πολύ μεγάλη δυσκολία να διαμορφώσεις τις θεμελιώδεις και στοιχειώδεις προϋποθέσεις του εθνικού διαλόγου, που μπορεί να οδηγήσουν σε μία βασική εθνική συναίνεση και σε μία ενιαία στοχοθεσία για την επόμενη δεκαετία.
Άρα, η συζήτηση που διεξάγεται στο δημόσιο διάλογο είναι μία συζήτηση εκτός θέματος,είναι μία συζήτηση αποσπασματική, συγκυριακή, ειδησεογραφική, μικρών σκοπιμοτήτων, στην καλύτερη περίπτωση εκλογικών, εάν δεν είναι σκοπιμότητες καθημερινής επιβίωσης και την άλλη μέρα βλέπουμε. Άρα, εάν η συζήτηση δεν επανέλθει στην κοίτη της την ιστορική, δεν έχουμε καμία ελπίδα.
Το μήνυμα δεν είναι αισιόδοξο, ούτε απαισιόδοξο, είναι κάτι πολύ περισσότερο. Υπάρχει ένα πρόβλημα ιστορικής ύπαρξης και αντοχής του τόπου και των υποκειμένων του που δρουν μέσα σ´ αυτόν.
Σας ευχαριστώ.-