«Ομολογία ενοχής της κυβέρνησης» χαρακτήρισε την ακύρωση του προγράμματος voucher για τους επιστήμονες η Έφη Αχτσιόγλου, σημειώνοντας ότι «η κίνηση του πρωθυπουργού ήρθε μετά τη διογκούμενη αντίδραση της κοινωνίας και ιδίως των επιστημονικών φορέων».
Σε συνέντευξή της στην ΕΡΤ1 τόνισε ότι «προφανώς υπάρχει σκάνδαλο και ηθικό θέμα, τη στιγμή που όλοι είμαστε σπίτια μας και προσπαθούμε να προστατεύσουμε ανθρώπινες ζωές έχουμε σε ανώτατο κυβερνητικό επίπεδο προσπάθεια να γίνουν “αρπαχτές”. Ενώ τα χρήματα αυτά μπορούσαν να κατευθυνθούν απευθείας στους επιστήμονες η κυβέρνηση επέμεινε να κάνει χρήση της κατάρτισης, έγινε μία “αρπαχτή” με ασυναρτησίες και αστείο περιεχόμενο που ενέκρινε ο υπουργός Εργασίας, επέμεινε να δοθούν 80 εκ. ευρώ δώρο σε συγκεκριμένα ΚΕΚ».
Η κ. Αχτσιόγλου υπογράμμισε ότι «σε αυτές τις περιπτώσεις, σε τόσο κρίσιμες στιγμές το “συγγνώμη λάθος” δεν αρκεί» και πρέπει ο πρωθυπουργός να προχωρήσει σε αποπομπή του υπουργού Εργασίας. Εκτός από το φιάσκο, πρόσθεσε, «υπήρχε μεθόδευση για να κατευθυνθούν χρήματα σε ΚΕΚ. Αν δεν μεσολαβούσαν τα ΚΕΚ και οι επιστήμονες έπαιρναν απευθείας 800 ευρώ -αντί για 600 μέσω των ΚΕΚ- αυτό θα κόστιζε περίπου 150 εκ. και όχι 190 εκ. ευρώ. Μέσω ΚΕΚ οι επιστήμονες πήραν λιγότερα και υπήρχε μεγαλύτερη επιβάρυνση στον κρατικό προϋπολογισμό».
Η κ. Αχτσιόγλου υπογράμμισε ότι «στελέχη της κυβέρνησης έχουν πει πάρα πολλά για να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα», αλλά η απόφαση ακύρωσης του προγράμματος συνιστά επιβεβαίωση της αποτυχίας τους. «Η ίδια η Ευρωπαϊκή Επιτροπή με τις οδηγίες που έδωσε αλλά και με επιστολή στον κ. Βρούτση και στον υφυπουργό Ανάπτυξης είπε ξεκάθαρα ότι λόγω του κορωνοϊού μπορούν τα κονδύλια να ανακατευθύνονται, δηλαδή όσα προβλέπονταν στο παρελθόν ότι μπορεί να χρησιμοποιηθούν μόνο για καταρτίσεις τώρα μπορούν να αλλάξουν τη χρήση τους και να γίνει απευθείας ενίσχυση των επιστημόνων, τα περί αντιθέτου λεγόμενα είναι κυβερνητική προσπάθεια συσκότισης», σημείωσε.
Για τα μέτρα της κυβέρνησης στα εργασιακά τόνισε ότι «έκανε δύο επιλογές, την αναστολή των συμβάσεων και την εκ περιτροπής εργασία με μείωση μισθού στο 50%, αντιθέτως οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες προέβησαν σε μία πρακτική αναπλήρωσης του μισθού. Οι θέσεις εργασίας στη μεγάλη πλειοψηφία τους δεν είναι διασφαλισμένες, υπάρχει πολύ μεγάλος κίνδυνος έκρηξης της ανεργίας και υποβάθμισης των όρων εργασίας. Η κυβέρνηση επέλεξε να φέρει σε σημείο μηδέν το εργατικό δίκαιο με σάρωση των βασικών κανόνων που ξέραμε».
Τέλος, επανέλαβε ότι «το κράτος πρέπει να καλύψει τους μισθούς των εργαζομένων που πλήττονται -έχει τις δημοσιονομικές δυνατότητες-, η αναστολή συμβάσεων εργασίας και το ειδικό καθεστώς εκ περιτροπής εργασίας πρέπει να ακυρωθούν και ταυτόχρονα να δοθεί ρευστότητα 3 δισ. ευρώ, ιδίως στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, με άμεση μη επιστρεπτέα ενίσχυσή τους».