«To ασφαλιστικό νομοσχέδιο ήρθε στη Βουλή μετά από μια μακρά περίοδο επικοινωνιακού ορυμαγδού και ακραίας προπαγάνδας για δήθεν γενικευμένες αυξήσεις στις συντάξεις και μειώσεις στις εισφορές», τόνισε η Έφη Αχτσιόγλου στην Ολομέλεια της Βουλής, προσθέτοντας ότι «η πραγματικότητα είναι ότι οι 9 στους 10 συνταξιούχοι χάνουν εισόδημα και ένας κερδίζει. Οι 9 στους 10 επαγγελματίες επιβαρύνονται για να γίνει ένα μεγάλο δώρο σε έναν».
Η κ. Αχτσιόγλου υπογράμμισε ότι «τα χρήματα που η κυβέρνηση της ΝΔ έχει προβλέψει για τις συντάξεις το 2020 είναι λιγότερα κατά 200 εκατ. ευρώ σε σχέση με το 2019. Άρα δεν μπορεί να μιλάει για γενικευμένες αυξήσεις τη στιγμή που μειώνει τη συνολική δαπάνη. Ο κ. υπουργός δεν τολμά να συγκρίνει τον προϋπολογισμό του 2020 με την εκτέλεση του 2019. Βάζει τον πήχη στα μνημόνια και αυτό πρέπει να το πει στους συνταξιούχους. Είναι στρατηγική επιλογή της κυβέρνησης και όχι έξωθεν καταναγκασμός. Είναι επιλογή μείωσης κοινωνικών δαπανών που βρίσκεται στον πυρήνα του πολιτικού σχεδίου της ΝΔ, όπως σε κάθε νεοφιλελεύθερο μοντέλο».
Το νομοσχέδιο, σημείωσε η βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, «έχει τρεις περικοπές συντάξεων:
α) Την περικοπή της μόνιμης 13ης σύνταξης -ολόκληρης για τους χαμηλοσυνταξιούχους και αναλογικής για υψηλότερες συντάξεις- για δεύτερη φορά από την ίδια κυβέρνηση και τον ίδιο υπουργό.
β) Την περικοπή της σύνταξης για πρώτη φορά κατά 30% για όσους συνταξιούχους εργάζονται πριν το 2016, μια άκρως τιμωρητική διάταξη. Την ίδια στιγμή, οι μετακλητοί των υπουργικών γραφείων της ΝΔ θα λαμβάνουν και μισθό και σύνταξη, μία ρύθμιση ευνοιοκρατίας για τον κομματικό στρατό.
γ) Το ποσοστό αναπλήρωσης από τα 40 έτη και μετά μειώνεται απότομα και ανεξήγητα από 2 % σε 0,5%».
Η κ. Αχτσιόγλου επισήμανε ότι «η αναλογιστική μελέτη που ο υπουργός Εργασίας κατέθεσε δείχνει ότι η μέση ετήσια σύνταξη με το ασφαλιστικό νομοσχέδιο μειώνεται, σε σχέση με το τι ισχύει με το ασφαλιστικό του ΣΥΡΙΖΑ. Μειώνεται για φέτος, για του χρόνου και για τα επόμενα χρόνια μέχρι το 2040. Αυτή είναι ομολογία περικοπών».
Αναφερόμενη στο νέο σύστημα εισφορών τόνισε ότι «πρόκειται για στρατηγική επιλογή ακραίας κοινωνικής μονομέρειας και αδικίας. Οι εισφορές αποσυνδέονται από το πραγματικό εισόδημα. Κάποιος με 70.000, 100.000, 200.000 ευρώ ετήσιο εισόδημα ή και με ακόμα μεγαλύτερο θα καταβάλλει την ίδια εισφορά με αυτόν που έχει 7.000, 6.000, 5.000 ευρώ. Έτσι οι φτωχότεροι έχουν πολλαπλάσια επιβάρυνση από τους έχοντες υπερπολλαπλάσια εισοδήματα». Επίσης, «η ελάχιστη υποχρεωτική εισφορά αυξάνεται από 185 σε 220 ευρώ/μήνα. Έτσι οι 9 στους δέκα επαγγελματίες των χαμηλών και μεσαίων εισοδημάτων θα επιβαρυνθούν σημαντικά. Θα πληρώσουν αυξημένες κατά 20% εισφορές για να γίνει μια μεγάλη έκπτωση στον 1 στους 10 των υψηλών και πολύ υψηλών εισοδημάτων». Η κυβέρνηση, πρόσθεσε, «λέει στον εύπορο επαγγελματία δώσε κάτι ελάχιστο στο δημόσιο σύστημα και πήγαινε σε μια ιδιωτική να δώσεις τα παραπάνω που έχεις. Δεν ήταν εξάλλου και λίγες οι περιπτώσεις που στελέχη της ΝΔ διαφήμιζαν τις αποδόσεις των ιδιωτικών ασφαλιστικών εταιρειών».
Η κ. Αχτσιόγλου σημείωσε ότι «αυτό που χρειαζόμαστε για τους εργαζόμενους και τους συνταξιούχους δεν είναι να τους εξαπατούμε με ανάποδες αναδιανομές και περικομμένη χρηματοδότηση του ασφαλιστικού συστήματος. Αυτό που χρειαζόμαστε ως κοινωνία είναι ένα σχέδιο για την ανάκτηση της εργασίας. Και αυτή είναι η κρίσιμη, δομική, η καταστατική και αγεφύρωτη διαφορά μας με τη ΝΔ, η οποία απορρυθμίζει εκ νέου την αγορά εργασίας, χτυπά για δεύτερη φορά τις συλλογικές συμβάσεις, καθοδηγεί την ακραία εργολαβοποίηση».
Υπογράμμισε, τέλος, ότι «καμία τεχνική ρύθμιση σε επιμέρους ποσοστά αναπλήρωσης -κόβοντας χρήματα από τους χαμηλοσυνταξιούχους- δεν μπορεί να εξισορροπήσει το ασφαλιστικό σύστημα, χωρίς σχέδιο για την αγορά εργασίας και τους εργαζόμενους. Αυτό μπορεί να συμβεί μόνο με μέτρα ενίσχυσης της διαπραγματευτικής θέσης των εργαζόμενων, με ισχυρές κλαδικές ΣΣΕ, με μέτρα αύξησης των μισθών, πάταξης της παραβατικότητας και καταπολέμησης της εργολαβοποίησης».